Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Πολυνομία και ολοκληρωτισμός

Κάθε χρόνο το Heritage Foundation σε συνεργασία με τη Wall St Journal υπολογίζει για 183 χώρες του κόσμου το λεγόμενο δείκτη οικονομικής ελευθερίας (economic freedom index), που αποτελεί σύνθεση μιας σειράς παραγόντων: επιχειρηματική ελευθερία, εμπορική ελευθερία, δημοσιονομική και νομισματική ελευθερία, επενδυτική ελευθερία, εργασιακή ελευθερία, μέγεθος κυβέρνησης, προστασία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, διαφθορά, φορολογικά βάρη. Για το έτος 2011 η Ελλάδα τοποθετείται στην 88η θέση, τελευταία από όλες τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Ενδεικτικά αναφέρεται η κατάταξη μιας σειράς γειτονικών μας, υποτίθεται υπανάπτυκτων συγκριτικά με εμάς χωρών, όπως των Σκοπίων (55), της Βουλγαρίας (60), της Τουρκίας (67) και της Αλβανίας (70), αλλά και αφρικανικών χωρών που τις θεωρούμε οικονομικά, πολιτειακά και πολιτισμικά καθυστερημένες, όπως της Μποτσουάνα (40), της Ναμίμπια (73), της Ρουάντα (75), της Ουγκάντα (80), της Μαδαγασκάρης (81) και της Μπουρκίνα Φάσο (85). Σε απόλυτες τιμές ο ελληνικός δείκτης υπολογίστηκε στο 60,3 (με άριστα το 100), σημειώνοντας μάλιστα πτώση σε σχέση με το 2010 (62,7). Να σημειωθεί ότι δείκτης κάτω του 60 αντιστοιχεί σε χαρακτηρισμό mostly unfree, δηλαδή σε οικονομικό καθεστώς ουσιαστικά ανελεύθερο.
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, ότι σε μια χώρα που παριστάνει τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία και όπου μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης δείχνει συχνά μια υπερευαισθησία σε ζητήματα παραβίασης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, η ροπή προς τον οικονομικό ολοκληρωτισμό είναι παρούσα και μάλιστα δεν ενοχλεί κανέναν. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει εδώ και τρεις δεκαετίες ένα δικής της εμπνεύσεως και μοναδικό παγκοσμίως οικονομικό σύστημα κεντρικού σχεδιασμού, που μάλιστα συνδυάζεται κατά τραγική ειρωνεία με έναν κρατικό μηχανισμό που αδυνατεί να σχεδιάσει το ο,τιδήποτε. Το αποτέλεσμα είναι η σημερινή μας οικονομική τραγωδία.
Η έννοια του ολοκληρωτισμού είναι παρεξηγημένη. Ολοκληρωτικό καθεστώς δεν είναι απαραίτητα το δικτατορικό. Είναι, κατά τους ορισμούς του συνταγματικού δικαίου, αυτό που προσπαθεί να ρυθμίσει με τρόπο ασφυκτικό και αναπόδραστο όσο το δυνατόν περισσότερες εκφάνσεις της ζωής και της δράσης των πολιτών, σε βαθμό που να τους αφήνει ελάχιστα έως μηδενικά περιθώρια ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Ένα μέτρο της παρέμβασης ή μη του κράτους στην ως άνω ελευθερία είναι ο όγκος και το εύρος της νομοθετικής παραγωγής. Μια φιλελεύθερη χώρα περιορίζει τη νομοθεσία στα απολύτως αναγκαία όρια για τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης, θέτοντας μια σειρά από βασικές αρχές που θα διαμορφώσουν το πλαίσιο για την ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών. Τι ισχύει όμως στην Ελλάδα;
Η ελληνική νομική πραγματικότητα είναι μοναδική διεθνώς. Αν περιοριστούμε στις τελευταίες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους και συγκεκριμένα στη μεταπολιτευτική περίοδο, θα διαπιστώσουμε ότι από το 1974 και μετά έχουν αισίως ψηφιστεί και εκδοθεί πάνω από 3.900 νόμοι, κάτι που αντιστοιχεί σε σχεδόν 1 νόμο κάθε 3 μέρες επί 37 συνεχή χρόνια. Σε αυτούς πρέπει να προστεθεί περίπου 3πλάσιος αριθμός προεδρικών διαταγμάτων και πολλαπλάσιος αριθμός υπουργικών αποφάσεων, που υποτίθεται εξειδικεύουν τους νόμους (στην πραγματικότητα πολλές φορές τους επανερμηνεύουν ή τους τροποποιούν). Ενδεικτικά μόνο τη δεκαετία 2000-2009 εκδόθηκαν περί τους 1.100 νόμους, σχεδόν 3.300 προεδρικά διατάγματα και πάνω από 53.000 (!) υπουργικές αποφάσεις. Βέβαια το ελληνικό κράτος δε γεννήθηκε ξαφνικά το 1974 και όλη αυτή η εξωφρενική νομοθετική παραγωγή ήρθε να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα (τμήματα του Εμπορικού Νόμου, π.χ., εξακολουθούν να ισχύουν από το… 1835). Η δαιδαλώδης αυτή κατάσταση επιδεινώνεται από τη συχνά κάκιστη ποιότητα των νομοθετικών κειμένων. Νόμοι δεκάδων ή εκατοντάδων σελίδων, διατάξεις διεσπαρμένες σε άσχετα νομοθετήματα, ακατανόητο συντακτικό, αλληλοαναιρούμενες ερμηνευτικές εγκύκλιοι, απανωτές τροποποιήσεις ή καταργήσεις, σιωπηρές καταργήσεις ή επαναφορές σε ισχύ κτλ. Κανένας ελληνικός νόμος που σέβεται τον εαυτό του δεν γίνεται να μην περιέχει φράσεις του τύπου «το εδάφιο στ’ της υποπαραγράφου 6 της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του νόμου τάδε, τροποποιείται ως εξής:….», και αν δοκιμάσει κανείς από περιέργεια ή μαζοχιστική διάθεση να αναζητήσει ποιο είναι αυτό το εδάφιο που τροποποιείται, αφενός θα διαπιστώσει ότι είχε ήδη τροποποιηθεί καμιά δεκαριά φορές, αφετέρου θα δυσκολευτεί να κατανοήσει ποιες ακριβώς αλλαγές επιφέρει ο καινούριος νόμος.
Το μεγαλύτερο τμήμα του νομοθετικού τερατουργήματος που έχει παραχθεί στην Ελλάδα αφορά σε ζητήματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την οικονομική δραστηριότητα. Είναι πρακτικά αδύνατο να αποκτήσει κανείς μια στοιχειώδη έστω εικόνα για το τι ισχύει σε νομοθετικό επίπεδο σε βασικούς τομείς της οικονομικής ζωής. Οποιοσδήποτε δραστηριοποιείται οικονομικά στην Ελλάδα κινδυνεύει κάθε στιγμή να γίνει παραβάτης κάποιας από τις αναρίθμητες, συγκεχυμένες και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις που είναι διάσπαρτες στις εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες της φορολογικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής νομοθεσίας. Ακόμα όμως και αν κατορθώσει να διαβάσει και να κατανοήσει ο ίδιος όλες αυτές τις διατάξεις, πρέπει να σιγουρευτεί ότι όλοι οι αργόσχολοι δημόσιοι υπάλληλοι, με τους οποίους αναγκαστικά θα έρθει σε επαφή για να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις του, έχουν κατανοήσει και ερμηνεύσει τις διατάξεις αυτές με τον ίδιο τρόπο. Αλλά και πάλι τα βάσανά του δεν θα έχουν τελειώσει. Στην αυθαιρεσία της ερμηνείας της νομοθεσίας από τη δημόσια διοίκηση πρέπει να προστεθεί και η αβεβαιότητα για την έκβαση μιας ενδεχόμενης δικαστικής περιπέτειας στην οποία είναι πολύ πιθανό να εμπλακεί. Οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων έρχονται συχνά να αναιρέσουν νομοθετικές ή και νομολογιακές βεβαιότητες, αγγίζοντας τα όρια του δικαιοδοτικού ακτιβισμού. Χαρακτηριστική είναι πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του Ν.2545/97 που αφορούν στη δημιουργία ΠΟΤΑ (Περιοχών για Ολοκληρωμένη Τουριστική Ανάπτυξη), αφήνοντας μετέωρες μεγάλες τουριστικές και άλλου είδους παραγωγικές επενδύσεις ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ που βασίστηκαν στον ανωτέρω νόμο. Το ΣτΕ, επιδιώκοντας - υποτίθεται - να στείλει μήνυμα στην πολιτεία ότι εκπνέει η συνταγματική ανοχή απέναντι στο ανεπίτρεπτο φαινόμενο να μην έχει ακόμα ολοκληρωθεί ο χωροταξικός σχεδιασμός της χώρας 36 χρόνια μετά την πρόβλεψή του στο Σύνταγμα του 1975, αδιαφορεί για το ότι ουσιαστικά τιμωρεί όσους θαρραλέους επενδυτές τόλμησαν να φέρουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα και ασφαλώς αποθαρρύνει όσους λίγους σκέφτονταν να κάνουν το ίδιο στο μέλλον. Για να μην αναφερθούμε στις δεκάδες περιπτώσεις μεγάλων επενδύσεων που ματαιώθηκαν εξαιτίας αποφάσεων του ΣτΕ, με τις οποίες το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας δικαίωσε προσφυγές μιας χούφτας κατοίκων ή φορέων, που επικαλούνταν τη δήθεν επιβάρυνση του περιβάλλοντος που θα προκαλούσαν οι επενδύσεις αυτές. Ακόμα και κυνηγετικοί σύλλογοι έχουν πετύχει τη ματαίωση επενδύσεων με προσφυγή στο ΣτΕ. Άραγε ποια περιβαλλοντική ευαισθησία διέκριναν οι ανώτατοι δικαστικοί στους κυνηγούς; Σε μια χώρα με απίστευτα υποβαθμισμένο φυσικό περιβάλλον, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί εσχάτως το μανδύα πίσω από τον οποίο κρύβει αυτή η υποκριτική κοινωνία και η ακόμα πιο υποκριτική δικαιοσύνη τις βαθιά ριζωμένες αντικαπιταλιστικές της φοβίες.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, ακόμα και αν η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία λειτουργούσαν τέλεια, η νομοθετική εξουσία πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσει το ρόλο της. Η Βουλή (κατ’ ουσία η κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση, στις οποίες έχει περάσει στην πράξη η νομοθετική εξουσία στην Ελλάδα) προσπαθεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή της ανακυκλώνοντας και ανατροφοδοτώντας συνεχώς ένα εξωφρενικό νομοθετικό και γραφειοκρατικό συνονθύλευμα. Θα ήταν πολύ ωφέλιμη μια κυβέρνηση και μια Βουλή που θα αποφάσιζαν να περάσουν την 4ετή θητεία τους μη κάνοντας τίποτα ή, ακόμα καλύτερα, καταργώντας νόμους. Δεν μιλάμε για απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας, γιατί αυτό θα ήταν υπερβολική απαίτηση από τους πολυάσχολους βουλευτές μας. Μιλάμε για απλή κατάργηση νόμων και κανονιστικών πράξεων. Θα προσφέρανε πραγματικά μεγάλη ανάσα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, που στενάζουν υπό το βάρος του συνεχώς γιγαντώμενου νομοθετικού τέρατος. Δεκάδες χώρες του κόσμου δεν έχουν καν κώδικα βιβλίων και στοιχείων. Τι το ξεχωριστό άραγε έχει η Ελλάδα, για να χρειάζεται έναν τεράστιο κώδικα βιβλίων και στοιχείων, που μάλιστα κάθε υπουργός οικονομικών θεωρεί χρέος του να τροποποιεί κάθε λίγο και λιγάκι;
Η σύγχρονη αστική δημοκρατία της Δύσης έχει θεμελιωθεί σε συνταγματικά κείμενα και σε βασικά νομοθετήματα, όπως ο αστικός και ο ποινικός κώδικας, που με λιτότητα και σαφήνεια ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών και οριοθετούν την εξουσία του κράτους απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, αντανακλώντας τις ιδέες του Διαφωτισμού και του φιλελεύθερου ορθολογισμού του 18ου και 19ου αιώνα. Τα ίδια θεμέλια έχει και το νεοελληνικό κράτος, αφού από τα πρώτα του βήματα προσπάθησε να μεταφέρει ό,τι καλύτερο υπήρχε σε θεσμικό επίπεδο στις πλέον προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Η φαυλότητα όμως σχεδόν δύο αιώνων μικροκομματισμού και πελατειακών σχέσεων έχει διαστρεβλώσει σε τρομακτικό βαθμό τις θεσμικές βάσεις της ελληνικής πολιτείας, οικοδομώντας πάνω τους ένα νομοθετικό και γραφειοκρατικό έκτρωμα. Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η τάση προς την υπερβολική σε όγκο και πολυπλοκότητα νομοθετική παραγωγή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα, όμως, αφενός προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, αφετέρου συνδυάστηκε με όλες τις προαναφερθείσες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. Είναι επομένως άμεση και αδήριτη ανάγκη να αποκαθηλωθεί αυτή η ασφυκτική υπερδομή και να αποκαλυφθούν ξανά οι καθαρές γραμμές της πολιτειακής μας βάσης, πάνω στις οποίες και θα αναδομηθεί από την αρχή το θεσμικό εποικοδόμημα του ελληνικού κράτους. Θα είναι μια αληθινή ποιοτική επανάσταση. Ακόμα και αν αποδίδαμε στη νομοθετική μας εξουσία τις αγαθότερες των προθέσεων, πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι κάθε νομοθετική παρέμβαση οφείλει να σταθμίζει το όφελος και το κόστος της επιπλέον ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Το σημείο όπου το κόστος υπερβαίνει το όφελος είναι ακριβώς το μεταίχμιο μεταξύ φιλελεύθερης και ολοκληρωτικής οργανωτικής φιλοσοφίας του κράτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου