Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Η παρανόηση (και η παράνοια) της πλειοψηφίας


Η ανθρωπότητα έχει χύσει αμέτρητους τόνους αίμα και μελάνι για την πραγμάτωση του δημοκρατικού ιδεώδους. Κεντρικός κανόνας σε κάθε δημοκρατία είναι αυτός της πλειοψηφίας. Το θεωρητικό υπόβαθρο του πλειοψηφικού κανόνα είναι σχεδόν αυτονόητο. Επιλογές που υποστηρίζονται από την πλειοψηφία των πολιτών εξασφαλίζουν τον αυτοκαθορισμό του μέγιστου δυνατού αριθμού ανθρώπων και αναγκάζουν κατά το δυνατόν λιγότερους να «υποστούν» την αποδοχή επιλογών με τις οποίες δεν συμφωνούν. Ωστόσο ο πλειοψηφικός κανόνας εγκυμονεί έναν θανάσιμο για την ποιότητα της δημοκρατίας κίνδυνο: να θεωρηθεί αυτοσκοπός. Το πραγματικά ζητούμενο σε κάθε αντιπαράθεση πολιτικών επιχειρημάτων (ή οποιωνδήποτε επιχειρημάτων) είναι η πρόκριση της εκάστοτε ορθότερης λύσης. Επειδή στα ανθρώπινα πράγματα δεν υπάρχουν απόλυτες και αιώνιες αλήθειες και επειδή, ακόμα και αν υπήρχαν, η επιβολή τους σε συλλογικά οργανωμένες οντότητες θα μπορούσε να γίνει μόνο από κάποιον πάνσοφο και πανάγαθο «δικτάτορα», οι λαοί κατέληξαν στην επιλογή του πλειοψηφικού κανόνα ως της μοναδικής πρακτικά εφαρμόσιμης διαδικασίας που εξασφαλίζει έστω ένα τεκμήριο ορθότητας. Αυτό το τελευταίο όμως πρέπει να τονιστεί: ο πλειοψηφικός κανόνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια πρακτική αναγκαιότητα, μια τυπική διαδικαστική παράμετρο, που δεν μπορεί από τη φύση της να εγγυηθεί την ουσιαστική ορθότητα των λύσεων που προκρίνονται με την εφαρμογή του. Οι λύσεις αυτές περιβάλλονται μόνο με μαχητό τεκμήριο ορθότητας, που κατά κανόνα πάντως – στις ώριμες δημοκρατικές κοινωνίες – είναι αρκετό για να τις αποδεχτεί ή έστω να τις ανεχτεί η μειοψηφία και να καταστούν έτσι περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής. Η «τυραννία της πλειοψηφίας» τελεί ασφαλώς πάντα υπό την προϋπόθεση της μη προσβολής των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, που άλλωστε σε όλα τα σύγχρονα συντάγματα τελούν στο απυρόβλητο της εκάστοτε λαϊκής ή κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
                                                               
Αναπόδραστη παράμετρος της ποιότητας των αποφάσεων είναι η ποιότητα εκείνων που αποφασίζουν. Η καθολίκευση του δικαιώματος ψήφου στις χώρες της Δύσης στις αρχές του 20ου αιώνα βάδισε χέρι-χέρι με την καθολίκευση της εκπαίδευσης και τη συνακόλουθη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου. Το πρώτο χωρίς το δεύτερο θα ήταν η καλύτερη συνταγή για τη δημαγωγία, το λαϊκισμό και την οχλοκρατία. Μπορεί σήμερα να καταδικάζεται σχεδόν συλλήβδην η καθιέρωση μορφωτικών κριτηρίων για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου, ωστόσο είναι αυταπόδεικτο ότι οι αποφάσεις της πλειοψηφίας δεν μπορούν να είναι ουσιαστικά ορθές παρά μόνο όταν οι καλούμενοι να αποφασίσουν πληρούν τουλάχιστον μια ελάχιστη στάθμη ορθού Λόγου. Ο σπόρος της αυτοκαταστροφής, που είναι εγγενής σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα, εντοπίζεται ακριβώς στην (μη) ορθολογικότητα και (μη) υπευθυνότητα αυτών που ψηφίζουν. Ο 20ος αιώνας απέδειξε με οδυνηρό για την ανθρωπότητα τρόπο πώς από μια δημοκρατία μπορεί να ξεπηδήσει η χειρότερη βαρβαρότητα. Η ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία δεν έγινε με πραξικοπηματική κατάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά με την τυπική τήρηση όλων των διαδικαστικών κανόνων της πλειοψηφίας.

Η ικανότητα του πλειοψηφικού κανόνα να καλύπτει με μανδύα νομιμοποίησης τις λαμβανόμενες αποφάσεις μπορεί να οδηγήσει επίσης σε παρανόηση της έννοιας της νομιμοποίησηςΗ πλειοψηφία δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τα πάντα. Μια συμμορία ληστών, που αποφασίζει με ψηφοφορία αν θα ληστέψει μια τράπεζα, μπορεί να τηρεί απαρέγκλιτα τον πλειοψηφικό κανόνα, όμως η απόφασή της δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί βάσει μόνο αυτού του τυπικού διαδικαστικού κριτηρίου. Μια φοιτητική συνέλευση, που αποφασίζει με ψηφοφορία την κατάληψη μιας πανεπιστημιακής σχολής, ενδέχεται να εφαρμόζει με υποδειγματικό τρόπο τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, όμως η παρανομία της κατάληψης δεν μπορεί να αρθεί με επίκληση καμιάς πλειοψηφίας. Μια συνέλευση αγροτών, που ψηφίζει ομόφωνα υπέρ του αποκλεισμού μιας εθνικής οδού μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά της, έχει εφαρμόσει αψεγάδιαστα τη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων, όμως η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας δεν μπορεί να καταστεί νόμιμη για αυτόν το λόγο και μόνο.

Ασφαλώς στα παραπάνω παραδείγματα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς το επιχείρημα, ότι αφορούν αποφάσεις μεμονωμένων ομάδων με ομοιογενή αίσθηση (ή παραίσθηση) συμφέροντος. Αν, όπως είναι το σωστό, επεκτεινόταν ο κανόνας της πλειοψηφίας στο σύνολο της κοινωνίας, είναι μάλλον απίθανο να προκρινόταν η απόφαση της ληστείας της τράπεζας, της κατάληψης της σχολής ή του κλεισίματος της εθνικής οδού (γι' αυτό και οι τρεις αυτές ενέργειες συνιστούν αδικήματα σε όλες τις ευνομούμενες χώρες του κόσμου, παρόλο που στην Ελλάδα έχουμε αναγάγει όχι μόνο τη θέσπιση, αλλά και την τήρηση των νόμων σε ζήτημα λαϊκής πλειοψηφίας ή διαπραγμάτευσης). Μια καθολική έκφραση ετυμηγορίας δίνει λοιπόν τη δυνατότητα σε κοινωνικές ομάδες με συμφέροντα αντίθετα εκείνων της προηγούμενης παραγράφου να υπερισχύσουν. Έτσι, η τήρηση του κανόνα της πλειοψηφίας σε εθνικό επίπεδο τείνει να εξουδετερώνει τις «εγωιστικές» μειοψηφίες και επιτρέπει τη σύγκλιση των επιμέρους ανταγωνισμών σε μια συνισταμένη πολύ κοντά στο «κοινό καλό». γενική βούληση, η volonté générale της Γαλλικής Επανάστασης, δεν μπορεί παρά να συγκλίνει σε λύσεις που προάγουν τη συλλογική ευημερία.

Η παραπάνω υπόθεση δεν μπορεί ωστόσο να ληφθεί ως δεδομένη. Απαιτείται πολύ υψηλός δείκτης πολιτισμικής ανάπτυξης και πολιτικής ωριμότητας σε μια κοινωνία ώστε αυτή να μπορεί ως συλλογική οντότητα να υπερκεράσει τις αποκλίνουσες ατομικές ή συντεχνιακές επιδιώξεις και να εκφραστεί με όρους γενικού συμφέροντος. Ακόμα δυσκολότερο είναι για τους φορείς διεκδίκησης της εξουσίας να μετουσιώσουν αυτό το γενικό συμφέρον σε μια συνεκτική πολιτική πρόταση και να πείσουν την πλειοψηφία των εκλογέων για την ορθότητά της. Στις περισσότερες περιπτώσεις, και σίγουρα όχι μόνο στην Ελλάδα, τα κόμματα εξουσίας διατυπώνουν εσκεμμένα ασαφείς και στρεβλά πολυσυλλεκτικές προτάσεις διακυβέρνησης, που περιέχουν τις πιο ετερόκλητες και μεταξύ τους αντιφατικές υποσχέσεις προς όσο το δυνατόν ευρύτερο φάσμα του εκλογικού σώματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σαφές πολιτικό στίγμα και ιδεολογική καθαρότητα έχουν πλέον μόνο κόμματα που βρίσκονται στα άκρα ή και στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι πολλά νομοθετήματα τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο στην Ελλάδα) είναι πολυδαίδαλα και δυσανάγνωστα, καθώς πασχίζουν – με άπειρες εξειδικεύσεις και εξαιρέσεις – να ικανοποιήσουν σε ad hoc βάση πληθώρα ανομοιογενών συμφερόντων, χωρίς ενιαία κατευθυντήρια γραμμή, χωρίς εποπτική αντίληψη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και χωρίς σύνδεση με γενικές αρχές που συνέχουν την έννομη τάξη. Ένας νομοθέτης με τόσο λανθασμένη αντίληψη του πλειοψηφικού κανόνα προσπαθεί μάταια να κοιτάξει ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις και αναπόφευκτα καταντά νομοθέτης αλλήθωρος, κοντόφθαλμος, αν όχι τυφλός.

Στις σημερινές πολύπλοκες και ανομοιογενείς κοινωνίες το πιθανότερο είναι ότι το λεγόμενο συλλογικό συμφέρον δεν συμπίπτει με το συμφέρον καμίας από τις επιμέρους ομάδες και δεν αποτελεί καν τη διανυσματική συνισταμένη των επιμέρους συμφερόντων. Η εύρεση, η άρθρωση και η επιδίωξή του προϋποθέτουν συνεπώς ισχυρή και αποφασιστική ηγεσία. Ενώ το δημοκρατικό ιδεώδες υποτίθεται πως υπαγορεύει ότι η κοινωνία πρέπει να κατευθύνει την εξουσία, εδώ φαίνεται να καταλήγουμε στο αντίθετο συμπέρασμα: ότι η εξουσία πρέπει να κατευθύνει την κοινωνία. Συχνά ακούει κανείς πολιτικούς ηγέτες να υπόσχονται ότι θα αγνοήσουν το «πολιτικό κόστος». Δεν μοιάζει αυτό αντιφατικό σε μια δημοκρατία; Πώς είναι δυνατόν να διεκδικεί κανείς την ψήφο της πλειοψηφίας, προβάλλοντας ως ατού την αποφασιστικότητά του να αψηφήσει αυτή την πλειοψηφία κατά τη χάραξη της πολιτικής του; Κι όμως, το γεγονός ότι η αγνόηση του πολιτικού κόστους έχει καταστεί δείγμα πολιτικού θάρρους και εντιμότητας αποτελεί την ύψιστη ομολογία αποτυχίας μιας κοινωνίαςτην απόλυτη επιβεβαίωση της αδυναμίας της να παραγάγει με πλειοψηφικές μεθόδους τις άριστες αποφάσεις. Ελάχιστες κοινωνίες έχουν κατορθώσει να προσεγγίσουν την πολιτισμική και πολιτική ωριμότητα που απαιτείται ώστε η τυπική ορθότητα των πλειοψηφικών αποφάσεων να εγγυάται και την ουσιαστική τους ορθότητα. Σε πολλές κοινωνίες – κατεξοχήν σε πολιτικά υπανάπτυκτες κοινωνίες σαν την ελληνική, με ιστορικά ανύπαρκτο διαχωρισμό της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα και με παντελή απουσία του «κοινωνικού συμβολαίου» για το οποίο μιλούσαν οι Γάλλοι διαφωτιστές ήδη από το 18ο αιώνα – οι εκάστοτε κυβερνώντες πρέπει σχεδόν να αγνοούν την κοινωνία, αν θέλουν να πετύχουν την ευημερία των πολιτών τους. Είναι αυτό δημοκρατία; Μάλλον όχι, αλλά δεν φταίει η ίδια η δημοκρατία γι’ αυτό. Όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση ανάμεσα στις πλειοψηφικές και τις ορθολογικές λύσεις, τόσο βαθύτερη είναι η πολιτική ανωριμότητα μιας κοινωνίας και τόσο μακρύτερα βρίσκεται αυτή από την πλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την επιτυχία της δημοκρατίας. Η Ελλάδα ατύχησε να συνδυάζει από τη μια μεριά μια κοινωνία νηπιακής πολιτικής ωριμότητας και από την άλλη μια πολιτική ηγεσία όχι απλά ανίκανη να εντοπίσει και να επιδιώξει το συλλογικό συμφέρον, αλλά διαχρονικά δέσμια των πιο άθλιων και εκβιαστικών μειοψηφιών. Γι’ αυτό και ο όρος «πολιτικό κόστος» στον εγχώριο δημόσιο διάλογο κρύβει τη φοβία όχι τόσο απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία (η οποία άλλωστε είναι άνευ νοήματος σε μια πολυδιασπασμένη κοινωνία που βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε πλήρη σύγχυση) όσο απέναντι στις ενδοκομματικές συνδικαλιστικές και λοιπές παρασιτικές εξαρτήσεις.

Η χρονική διάσταση του πλειοψηφικού κανόνα
Η επίτευξη της συλλογικής ευημερίας δεν μπορεί παρά να είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος, που σίγουρα υπερβαίνει το χρονικό ορίζοντα μιας γενιάς, πόσο μάλλον τη στιγμιοτυπική αποτύπωση της λαϊκής ετυμηγορίας σε μια εκλογική αναμέτρηση ή σε ένα δημοψήφισμα. Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι κατακτώνται εξ ορισμού με μακροχρόνιες προσπάθειες, που συχνά είναι πιο ανηφορικές στα πρώτα τους βήματα. Στις επιχειρήσεις κάθε νέα επένδυση ακολουθείται κατά κανόνα από 2-3 ή και περισσότερες ζημιογόνες χρήσεις προτού αρχίσει να αποδίδει κέρδη. Καμία επένδυση ποτέ και πουθενά δεν θα πραγματοποιούνταν αν οι επιχειρηματίες σχεδίαζαν π.χ. με ορίζοντα 4ετίας, όσο είναι ο συνήθης εκλογικός κύκλος. Όμως ποια κοινωνία, ποια γενιά και σε ποια χρονική στιγμή μπορεί να διαθέτει τη συλλογική διορατικότητα και υπευθυνότητα ώστε να αποφασίσει με προοπτική 20ετίας ή 50ετίας ή 100ετίας; Απαιτείται ισχυρή δόση σύνεσης και αυταπάρνησης και ακόμα ισχυρότερη δόση πεφωτισμένης καθοδήγησης από την πολιτική ηγεσία για να δεχτεί ένα εκλογικό σώμα σε μια ορισμένη χρονική συγκυρία να υποστεί «θυσίες» με αντάλλαγμα ένα μέλλον ευημερίας που ενδέχεται να γευτούν μόνο τα παιδιά του ή τα εγγόνια του. Ωστόσο ο κανόνας της πλειοψηφίας έχει – ή θα έπρεπε να έχει – σαφή χρονική διάσταση. Σε μια ιδανική κοινωνία θα καλούνταν να αποφασίσει η πλειοψηφία μιας ιδεατής συλλογικής οντότητας, που θα περιελάμβανε όχι μόνο την παρούσα αλλά και τις μέλλουσες γενεές. Ειδάλλως, ποιος θα εκπροσωπήσει τις μέλλουσες γενεές σε μια εκλογική ή δημοψηφισματική αναμέτρηση που διεξάγεται σε όρους του εδώ και του τώρα, αλλά το διακύβευμά της θα επηρεάσει ζωές που ίσως δεν έχουν ακόμα γεννηθεί; Ποιος μπορεί να υπερβεί τον ηθικό ηδονισμό που εκ φύσεως ενδημεί στις αποφάσεις ενός εγωιστικού πλάσματος όπως είναι ο άνθρωπος και μιας ανεύθυνης κοινωνίας όπως είναι η ελληνική; Τα δημόσια χρέη που έχουν σωρεύσει πολλές χώρες του κόσμου, με θλιβερή ηγέτιδα ασφαλώς την Ελλάδα, αντανακλούν ακριβώς την αδυναμία των πλειοψηφιών να αποφασίζουν με όρους όχι μόνο παρόντος αλλά και μέλλοντος. Και αν ο πολιτικός αυτοκαθορισμός των λαών κατακτήθηκε, όπως είδαμε στην αρχή, με σκληρούς και πολύχρονους αγώνες, ποιος θα αγωνιστεί για τον πολιτικό αυτοκαθορισμό της γενιάς του 2000 ή του 2020; Τι νόημα θα έχει η δημοκρατία για την Ελλάδα του 2030, αν οι επιλογές των τότε πολιτών της θα περιορίζονται ασφυκτικά από ένα χρέος 200% ή 300% του ΑΕΠ και το οποίο θα έχουν κληρονομήσει από την Ελλάδα του 1980 ή του 2010; Με την επίκληση ποιου δημοκρατικού κανόνα μπορεί μια γενιά να δικαιολογήσει τη χρεοκοπία που κληροδοτεί στα παιδιά της και στα παιδιά των παιδιών τηςΠοια πλειοψηφία νομιμοποιείται να παραδώσει στις μελλοντικές πλειοψηφίες τη σκυτάλη μιας χώρας που σέρνεται στο βαθύτερο λάκκο του παγκόσμιου εξευτελισμού;

Η χωρική διάσταση του πλειοψηφικού κανόνα
Λίγοι λαοί έχουν αποδειχτεί ικανοί και άξιοι να αυτοκυβερνηθούν δημοκρατικά και σίγουρα δεν ανήκουμε σε αυτούς. Η περίφημη αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία άνθισε στο αριθμητικά περιορισμένο και ομοιογενές πλαίσιο της πόλης-κράτους, αφορούσε ένα μόνο μέρος της αθηναϊκής κοινωνίας και δεν κατόρθωσε – ακόμα και έτσι – να αποφύγει τον εξοστρακισμό των μεγαλύτερων ευεργετών της. Η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία αυτοκαταστράφηκε και αυτοεξευτελίστηκε, καθοδηγούμενη από μια εξοργιστικά στρεβλή και λαϊκιστική αντίληψη του κανόνα της πλειοψηφίας και από μια πολιτική ηγεσία που κατάφερε – στην καλύτερη των περιπτώσεων – να προσδώσει νέα διάσταση στις έννοιες «ανικανότητα» και «αχρηστία», διάσταση που δεν μπορούσε κανείς μέχρι πρότινος να φανταστεί ότι υπάρχει. Βέβαια, ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική επιλογή; Αν μια κοινωνία αδυνατεί να  αυτοκυβερνηθεί ορθολογικά, άραγε δικαιούνται άλλες κοινωνίες να της επιβάλουν την ορθολογικότητα με το ζόρι ή είναι προτιμότερο να συνεχίσει να καθορίζει η ίδια την πορεία της, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα διδαχτεί από τα λάθη της; Η μοιραία περίπτωση της Ελλάδας δείχνει ότι η εμβάθυνση της παγκόσμιας διασυνδεσιμότητας θα οδηγήσει – είτε μας αρέσει είτε όχι – σε επαναπροσδιορισμό της ίδιας της χωρικής διάστασης της πλειοψηφίας. Το εύρος των συνεπειών κάθε απόφασης είναι αυτό που θα καθορίζει πλέον και το ποιοι δικαιούνται να αποφασίζουν. Σε έναν κόσμο όπου το εύρος αυτό ολοένα πιο συχνά υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, η πορεία προς την περιφερειακή ή και την παγκόσμια διακυβέρνηση είναι όχι μόνο ιστορικά αναπόφευκτη αλλά και ηθικοπολιτικά επιβεβλημένη. Ως πού φτάνει λοιπόν η νομιμοποίηση μιας χώρας να επικαλείται την εθνική της κυριαρχία και τη δημοκρατική της αυτοδιάθεση, όταν οι αποφάσεις της πλήττουν και άλλους λαούς ή και ολόκληρο τον κόσμο; Αν οδηγείς σε έναν άδειο δρόμο, δικαιούσαι στο κάτω-κάτω να οδηγείς μεθυσμένος και τελικά να σκοτωθείς, Αν οδηγείς όμως μέσα σε κίνηση, η νηφαλιότητά σου ενδιαφέρει και τους υπόλοιπους. Αν επιμένεις να μη συμμορφώνεσαι, πρέπει κάποιος να σου αφαιρέσει το δίπλωμα. Αν λοιπόν η Ελλάδα πιστεύει ότι είναι δικαίωμά της να αυτοκτονήσει, εξίσου δικαιούνται οι υπόλοιποι λαοί να αυτοπροστατευτούν από τις συνέπειες της αυτοκτονίας της, κρατώντας την - αν είναι απαραίτητο - με το ζόρι στη ζωή. Το δικαίωμα του πολιτικού αυτοκαθορισμού, που είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας, δεν είναι μονοπώλιο κανενός. Ο περιορισμός των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, για τον οποίο με περισσό ζήλο και πατριωτική έξαρση κραυγάζουμε, δεν είναι τίποτα παραπάνω από επανατοποθέτηση του πλειοψηφικού κανόνα στη σωστή του βάση, ώστε να συμπεριλάβει και άλλους λαούς που πλήττονται από τις δικές μας παράλογες επιλογές. Και τελικά, λαμβάνοντας υπόψιν τις έως τώρα επιδόσεις μας στη διαχείριση του οίκου μας, αυτή η επανατοποθέτηση ίσως είναι πλέον η μοναδική μας ελπίδα για σωτηρία. Εφόσον το μόνο που κατορθώνουμε είναι να κατακτούμε καθημερινά νέα επίπεδα αυτογελοιοποίησης και ανυποληψίας, ας έχουμε έστω το έσχατο, απειροελάχιστο ψήγμα αξιοπρέπειας και αυτογνωσίας να δηλώσουμε απερίφραστα προς τους υπόλοιπους λαούς: «αποφασίστε για μας».