Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

7 FAQs περί μνημονίου και άλλες ιστορίες


(Frequently Asked Questions - προς άρση τυχόν ομόηχων παρεξηγήσεων)

Ένα από τα αποφθέγματα που αποδίδονται στον Albert Einstein είναι και το εξής: «Δύο πράγματα είναι άπειρα στον κόσμο, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία, χωρίς να είμαι σίγουρος για το πρώτο». Αν δεν ήταν σίγουρος και για το δεύτερο, μια παρατήρηση των αντιδράσεων της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην κρίση και το περίφημο μνημόνιο θα του διέλυε κάθε αμφιβολία.

Αφήνοντας κατά μέρος τις ακραίες φωνές του πολιτικού διαλόγου, αξίζει να ασχοληθούμε με μια σειρά από ερωτήματα που σχεδόν μονοπωλούν τη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας κατά τα δύο τελευταία χρόνια και που απαντώνται κατά κανόνα, όχι μόνο από τον κ. Τσίπρα και τους ομοϊδεάτες του, αλλά και από την πλειονότητα των πολιτών, των πολιτικών και των δημοσιογράφων, με τρόπους που αντανακλούν την αποσύνθεση της λογικής:

1
Πώς νομιμοποιείται μια Βουλή και μια Κυβέρνηση, που εκλέχτηκαν για 4ετή θητεία, να ψηφίζουν νόμους που δεσμεύουν τη χώρα μέχρι π.χ. το 2020;

Η απορία εκφράστηκε όχι μόνο στα καφενεία, αλλά και από τα έδρανα του Κοινοβουλίου από βουλευτές και πολιτικούς αρχηγούς, ακόμα και ως άποψη με επιστημονική-συνταγματική θεμελίωση. Παρακάμπτοντας την πασιφανή γελοιότητα του ερωτήματος από νομικής σκοπιάς, αναρωτιέται κανείς, πού ήταν όλοι αυτοί οι συνταγματικά υπερευαίσθητοι πολιτευτές και πολίτες, όταν η Βουλή επί 3 δεκαετίες ψήφιζε σωρηδόν νόμους που θέσπιζαν απίθανα επιδόματα, ασύστολες προσλήψεις, δωράκια στις συντεχνίες και μποναμάδες στους κομματικούς στρατούς. Τους πέρασε από το μυαλό ότι όλες αυτές οι ασύλληπτες παροχές έπρεπε να χρηματοδοτηθούν μεταξύ άλλων με ομολογιακά δάνεια 20ετούς ή 30ετούς διάρκειας, δηλαδή ότι επρόκειτο για νόμους που στην πράξη δέσμευαν τη χώρα όχι για δύο ή για τρεις, αλλά σχεδόν για οκτώ 4ετίες; Γνωρίζουν ότι εν έτει 2012 πληρώνουμε ακόμα τοκοχρεολύσια για δάνεια που ελήφθησαν τη δεκαετία του ’80 για να χρηματοδοτήσουν το «Τσοβόλα δώστα όλα» του Ανδρέα; Συνειδητοποιούν ότι το 2040 θα πληρώνουμε ακόμα τοκοχρεολύσια για δάνεια που συνάπτουμε σήμερα για να καλύψουμε τις τρύπες του προϋπολογισμού; Και τολμούν να μιλούν για έλλειψη νομιμοποίησης του μνημονίου, επειδή δήθεν η δέσμευση που απορρέει από αυτό υπερβαίνει τον ορίζοντα της θητείας μιας κυβέρνησης; Αν δεν πρόκειται περί υποκρισίας, πρόκειται περί σχιζοφρένειας.

2
Γιατί να αποδεχτούμε ένα μνημόνιο που συνιστά βάναυση επέμβαση των ξένων στην εθνική μας κυριαρχία και στο δικαίωμά μας να καθορίζουμε μόνοι μας την οικονομική πολιτική της χώρας;

Η άποψη αυτή διαπερνά οριζόντια όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος και είναι μάλλον η κυρίαρχη ανάμεσα στα μύρια όσα καταλογίζονται στο μνημόνιο. Ορισμένα κόμματα μάλιστα (βλ. Ανεξάρτητους Έλληνες) την έκαναν σημαία της ιδεολογίας τους και βασικό τους επιχείρημα κατά του μνημονίου. Ο απερίγραπτος Καμμένος έφτασε σε σημείο να διακηρύξει την ίδρυση του κόμματός του από το μαρτυρικό Δίστομο, προκειμένου με αυτόν τον άθλιο και ιερόσυλο τρόπο να ξυπνήσει συνειρμούς περί γερμανικής κατοχής. Η Angela Merkel στη συνείδηση του μέσου Έλληνα είναι η βάρβαρη καγκελάριος του Τέταρτου Reich, που πασχίζει να θέσει ξανά τη χώρα υπό τη γερμανική μπότα. Μα είμαστε σοβαροί; Το μνημόνιο φταίει για την απώλεια της ανεξαρτησίας μας ή η πλειοδοσία λαϊκισμού και ανευθυνότητας όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, που έφτασαν τη χώρα σε σημείο να χρειάζεται 25 δις ευρώ ετησίως για να χρηματοδοτήσει το άνοιγμα του προϋπολογισμού και άλλα 40 δις ευρώ ετησίως για να χρηματοδοτήσει την αβυσσαλέα τρύπα του εμπορικού ισοζυγίου; Είναι ποτέ δυνατόν να πιστεύουμε, υπερπατριώτες και υπερπατριώτισσες, ότι η ανεξαρτησία μας θίγεται από τα μέτρα περιστολής των ελλειμμάτων (ανεξάρτητα από το αν τα μέτρα αυτά κινούνται σε σωστή ή σε λάθος κατεύθυνση) και όχι από τα ελλείμματα αυτά καθεαυτά και τις ανεύθυνες πολιτικές που τα γέννησαν; Όταν σπαταλάς ασύστολα τα περιορισμένα σου εισοδήματα δεξιά και αριστερά και μετά αναγκάζεσαι να δανειστείς για να ζήσεις, φταίει το δάνειο ή μήπως οι σπατάλες που σε οδήγησαν σε αυτό; Και όμως, όταν ο Ανδρέας (και οι άξιοι συνεχιστές του από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) μοίραζε ανύπαρκτο πλούτο στην κομματική του πελατεία, ουδείς ένιωσε να θίγεται ή έστω να απειλείται η εθνική κυριαρχία και το δικαίωμα αυτόνομης χάραξης της οικονομικής πολιτικής. Μας απασχόλησε ποτέ τι αυτονομία χάραξης οικονομικής πολιτικής θα κληροδοτούσαμε στις επόμενες γενιές, αυτές που θα φορτώνονταν τα ασήκωτα χρεολύσια των καλοπερασάκηδων Ανεξάρτητων Ελλήνων του ’80 ή του ’90 ή του ’00; Ανεξάρτητοι Έλληνες κε Καμμένε θα ήταν οι συνετοί και σώφρονες Έλληνες, οι Έλληνες που θα είχαν πλεονασματικό προϋπολογισμό και πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο, όπως συμβαίνει με τους Ανεξάρτητους Σουηδούς, τους Ανεξάρτητους Γερμανούς, τους Ανεξάρτητους Ελβετούς και πολλούς άλλους

      3
      Δεν είναι ληστρικό το επιτόκιο της δανειακής σύμβασης;

Η ατάκα αυτή λέγεται και ξαναλέγεται, γιατί ο κόσμος αρέσκεται να θεωρεί τον εαυτό του θύμα των μοχθηρών και αδίστακτων δανειστών. Κάτω λοιπόν οι διεθνείς τοκογλύφοι! Για ποιους άραγε μιλάμε; Για τους Ισπανούς και τους Ιταλούς, που δανείζονται ασθμαίνοντας με 6 ή 7%, για να δανείσουν μετά την Ελλάδα με 3 και με 4%; Για τους Σλοβάκους των 17.000 € κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που δίνουν από τον προϋπολογισμό τους δάνεια στους Έλληνες των 27.000€ κατά κεφαλήν ΑΕΠ, και αντί για ευχαριστώ τους ζητάμε και τα ρέστα; Ή για το ΔΝΤ που μας δανείζει με επιτόκιο κάτω του 4%, την ίδια ώρα που χωρίς τη δανειακή σύμβαση είναι ζήτημα αν θα βρίσκαμε δανεικά στις αγορές με επιτόκιο κάτω του 25%; Όσο για τις αγορές, το επιτόκιο που θα μας ζητούσαν αν βγαίναμε να δανειστούμε θα ήταν ασφαλώς δυσθεώρητο, όχι όμως γιατί ξαφνικά συνωμότησαν εναντίον της Ελλάδας, αλλά γιατί, όπως διδάσκεται ένας πρωτοετής φοιτητής χρηματοοικονομικής, όσο πιο αφερέγγυος είναι ένας δανειολήπτης, τόσο υψηλότερο επιτόκιο πρέπει να προσφέρει για να βρει δανεικά. Κανείς δανειστής δεν είναι τόσο τρελός να πάρει το ρίσκο δανεισμού ενός δανειολήπτη που βρίσκεται στα πρόθυρα πτώχευσης, αν δεν πάρει τουλάχιστον ένα υψηλό επιτόκιο ως αντάλλαγμα για το ρίσκο που αναλαμβάνει. Το αν η κατάσταση του δανειολήπτη χειροτερέψει έτσι ακόμα περισσότερο, αυτό ας το σκεφτόταν ο δανειολήπτης εγκαίρως και δεν του φταίει ο δανειστής. Οι αγορές δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι.

4
Τι φταίει ο λαός; Δεν πρέπει να πληρώσουν οι πολιτικοί και αυτοί που τα φάγανε μαζί τους;

Αυτό είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές επιχείρημα, μετά από εκείνο που ρίχνει το φταίξιμο στους ξένους συνωμότες και τους αχόρταγους τραπεζίτες. Ποιοι είναι άραγε αυτοί οι κακοί πολιτικοί, που ξαφνικά κάνουμε ότι δεν τους γνωρίζουμε; Μήπως προσγειώθηκαν στον πλανήτη Ελλάδα από κάποιον μακρινό γαλαξία, με αποκλειστικό σκοπό να μας εξαπατήσουν και να μας καταστρέψουν; Ή μήπως είναι σάρκα από τη σάρκα μας, ο πιστότερος καθρέφτης μιας αδιανόητα σάπιας, διεφθαρμένης και φυγόπονης κοινωνίας; Εμείς δεν ήμασταν που πλημμυρίζαμε δρόμους και πλατείες με πράσινα και γαλάζια σημαιάκια για να αποθεώσουμε όποιο προεκλογικό μπαλκόνι μας έταζε τις περισσότερες μπαρούφες; Εμείς δεν ήμασταν που καταδικάζαμε συλλήβδην στην πολιτική ανυπαρξία και ανυποληψία όσες ελάχιστες φωνές τολμούσαν να ψιθυρίσουν αλήθειες που δεν θέλαμε να ακούσουμε; Εμείς δεν ήμασταν που ειρωνευόμασταν στις παρέες το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου και τώρα τρέχουμε βελάζοντας πίσω από το «υπάρχουν ακόμα περισσότερα από όσα νομίζατε» του Alexis; Μας ένοιαξε ποτέ πώς στην ευχή θα χρηματοδοτούνταν όλες αυτές οι ατελείωτες υποσχέσεις; Η πολιτική είναι προσφορά και ζήτηση, αγαπητοί φίλοι. Ό,τι ζητάει ο ψηφοφόρος, αυτό σπεύδει να προσφέρει ο ψηφοθήρας. Είναι δυνατόν σε ένα τόσο ανόητο κοπάδι ψηφοφόρων να βρεθεί πολιτικός που θα διεκδικήσει την ψήφο με ορθολογικά, νηφάλια και τεκμηριωμένα επιχειρήματα; Όταν έρθει η ώρα της κάλπης, ούτε ο ίδιος δεν θα ψηφίσει τον εαυτό του. Είναι σαν να προσπαθεί μια αλυσίδα ταχυφαγείων να κερδίσει μερίδιο αγοράς σε μια χώρα κρεατοφάγων, λανσάροντας ένα μενού με μαρούλια και καρότα. Όσο για το μαζικά καταδικασθέν «μαζί τα φάγαμε», ξέρουν άραγε οι αγανακτισμένοι Έλληνες ποια ήταν η κατανομή των δαπανών του προϋπολογισμού π.χ. το 2010; Ξέρουν ότι πάνω από 62% των δαπανών πήγε σε μισθούς και συντάξεις, ενώ άλλο ένα 18% πήγε σε πληρωμή τόκων, δηλαδή στην εξυπηρέτηση δανείων που είχαν συναφθεί σε προηγούμενες χρήσεις πάλι για την κάλυψη μισθών και συντάξεων; Τα δανεικά μοιράστηκαν συνεπώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στους ψηφοφόρους, καθιστώντας τους συνυπεύθυνους για τη χρεοκοπία που ακολούθησε. Ακόμα και χωρίς σκάνδαλα στις προμήθειες του Δημοσίου, χωρίς υπερτιμολογήσεις νοσοκομειακού υλικού και δημοσίων έργων, χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες, χωρίς Τσοχατζόπουλους και γερμένα υποβρύχια, το δημόσιο χρέος μας θα ήταν και πάλι τεράστιο. Γιατί, πολύ απλά και πολύ κοφτά, πάνω από τα 2/3 του σημερινού μας χρέους αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις της μεταπολίτευσης. Και ας μην σπεύσουν κάποιοι να αντιλέξουν ότι οι μισθοί και οι συντάξεις στην Ελλάδα ήταν και είναι χαμηλοί συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ζήτημα δεν είναι η σύγκριση με τις άλλες χώρες, αλλά με τις παραγωγικές δυνατότητες της δικής μας οικονομίας. Αν δεν ήταν υψηλότεροι από τις δυνατότητες της οικονομίας, απλούστατα δεν θα είχαμε χρέος.

     5
     Πώς μπορεί να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς με 600 ή με 800€; Δεν είναι απάνθρωπο και ανήθικο ένα μνημόνιο που εξαθλιώνει τους πολίτες;

Δεκτό, αλλά ποιος μας είπε ότι το ύψος των μισθών καθορίζεται από τους νόμους της Βουλής και όχι από τους νόμους της οικονομίας; Από πού ακούσαμε ότι ο πλούτος μιας κοινωνίας παράγεται μέσω της μισθολογικής πολιτικής της κυβέρνησης και όχι μέσω της εντατικής και αποδοτικής αξιοποίησης των παραγωγικών συντελεστών; Αν ήταν έτσι, το πρόβλημα της φτώχειας θα είχε λυθεί εν μία νυκτί. Θα αρκούσε η Βουλή να ψηφίσει μια τεράστια αύξηση στους μισθούς και τις συντάξεις και το επόμενο πρωί όλοι θα κολυμπούσαμε στην ευημερία. Και μιας και τη βρήκαμε τη συνταγή, ας μην την κρατάμε για τον εαυτό μας. Ας αποκαλύψουμε το μυστικό της ευημερίας και στους άλλους λαούς, να μην παιδεύονται χωρίς λόγο. Άραγε όταν παίρναμε αυξήσεις 4% κάθε χρόνο (και γκρινιάζαμε γιατί μας είχαν τάξει 5%), ήταν γιατί είχε αυξηθεί η παραγωγή στα χωράφια μας ή τα εργοστάσιά μας κατά 4% ή μήπως γιατί απλώς φορτώναμε στις πλάτες των παιδιών και εγγονών μας λίγα δανεικά ακόμα; Από όλους αυτούς που κλείνουν με τρακτέρ και φορτηγά τους δρόμους, που διαδηλώνουν ανά δύο μέρες στην Ομόνοια, που βάζουν λουκέτο στην Ακρόπολη και κρεμούν πανό από τον ιερό βράχο ή που εμποδίζουν τα κρουαζιερόπλοια να δέσουν στον Πειραιά, προσπαθώντας να αποσπάσουν εκβιαστικά όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια της εισοδηματικής πίτας, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς τους πώς και από ποιον φτιάχνεται αυτή η πίτα; Συνειδητοποίησε ποτέ κανείς από τους διαρκώς επαναστατημένους και εξεγερμένους συνδικαλιστές ότι με τις πράξεις τους απλώς μειώνουν κι άλλο την πίτα και θα καταλήξουν στο τέλος να διεκδικούν μερίδιο από το απόλυτο τίποτα; Σε τελική ανάλυση, καθίσαμε ποτέ να σκεφθούμε τι είναι άραγε αυτό που επιτρέπει στο μισθωτό π.χ. της Αυστρίας να απολαμβάνει αποδοχές 3.000€ το μήνα, την ίδια ώρα που ο Έλληνας συνάδελφός του παλεύει με 800€; Μήπως επειδή οι Αυστριακοί εργαζόμενοι είναι πιο φιλομαρξιστές και απεργούν περισσότερο; Μήπως επειδή οι συνδικαλιστές τους είναι πιο εκβιαστές και αδίστακτοι από τους δικούς μας και έτσι εξασφαλίζουν υψηλότερους μισθούς; Μήπως επειδή η Βιέννη είναι κάθε μέρα απροσπέλαστη λόγω διαδηλώσεων, αντί για κάθε δύο μέρες σαν την Αθήνα; Ή μήπως επειδή η Αυστρία είναι μια τυχερή χώρα όπου τα σύννεφα βρέχουν λεφτά; Μάλλον τίποτα από αυτά. Δεδομένου ότι στην Αυστρία έχει να γίνει μεγάλη απεργία εδώ και χρόνια και ότι όλες οι χημικές αναλύσεις έδειξαν ότι η βροχή στις Άλπεις είναι σκέτο νεράκι, κάποιον άλλο δρόμο πρέπει να βρήκαν οι πολίτες της προς την ευημερία. Ας τον αναζητήσουμε λοιπόν και ας αφήσουμε στη ντουλάπα τα πλακάτ και τις ντουντούκες.

6
Μήπως είναι ευκαιρία για την Ελλάδα, αποκηρύσσοντας το μνημόνιο, να αποτελέσει την κοιτίδα της επανάστασης των λαών της Ευρώπης απέναντι στην ολιγαρχία των τραπεζών και τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού;

Εντάξει fans του Τσε Γκεβάρα, χαλαρώστε λιγάκι. Αφήνοντας για λίγο στην άκρη την κατ’ ουσία σύγκριση του καπιταλισμού με τα λοιπά οικονομικο-πολιτικά συστήματα και τους λόγους για τους οποίους η φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς έχει ιστορικά αποδειχτεί ως το συντριπτικά επιτυχέστερο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και ανταλλαγής αγαθών (για το βασικότερο λόγο βλ. «Goodbye Lenin…», 22 Μαρ 2012) και κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου, ας αποδεχτούμε καταρχήν ότι η μετατροπή της Ελλάδος σε σοσιαλιστικό παράδεισο είναι μια πολύ όμορφη ιδέα. Πρέπει όμως να μας θυμίσει κάποιος ότι ο ίδιος ο Lenin, αμέσως μετά την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, είχε ομολογήσει ότι η νέα κομμουνιστική Ρωσία θα μπορούσε να επιβιώσει και να ολοκληρώσει το δρόμο προς το σοσιαλισμό μόνο αν η επανάσταση εξαπλωνόταν γρήγορα και στον υπόλοιπο κόσμο. Είχε μάλιστα προβλέψει, ότι ένα κομμουνιστικό νησί σε μια καπιταλιστική θάλασσα δεν είχε καμία ελπίδα και θα βυθιζόταν ταχύτατα. Και όλα αυτά για μια χώρα με το αχανές μέγεθος της Ρωσίας και τις αστείρευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Η ιστορία επιβεβαίωσε το Λένιν, ενώ εξίσου εύγλωττα είναι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα της Κούβας και της Βόρειας Κορέας. Με αυτά τα δεδομένα, τι ακριβώς μπορεί να προσδοκά η τοσοδούλικη Ελλάδα, κάνοντας τη δική της Οκτωβριανή Επανάσταση στις 17 Ιουνίου; Ότι θα ξυπνήσει τους λαούς από το λήθαργο της αστικής ιδεοληψίας και θα ηγηθεί μιας παγκόσμιας πορείας προς το σοσιαλισμό; Επιτέλους, έλεος!!! Ακούμε τι λέμε σε αυτή τη χώρα; Είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι θα καταρρεύσουμε μέσα σε λίγες εβδομάδες και μετά θα ικετεύουμε το διεθνές σύστημα να μας ξαναδεχτεί πίσω. Έχουμε ήδη πετύχει να βρισκόμαστε εκτός των ροών του παγκόσμιου εμπορίου και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το μόνο ακόμα που μπορούμε να πετύχουμε είναι να διαγραφούμε παντελώς από τον παγκόσμιο χάρτη, ως μια ξεκαρδιστική γραφική περίπτωση χώρας που προτίμησε την εξαθλίωση από την προσαρμογή στα δεδομένα του παγκόσμιου ανταγωνισμού και του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας.

7
Γιατί να εφαρμόσουμε το μνημόνιο, από τη στιγμή που η μέχρι τώρα εφαρμογή του αποδείχτηκε καταστροφική, χωρίς μάλιστα να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί;

Το ερώτημα αυτό ίσως είναι το πιο λογικό από όσα διατυπώνονται περί μνημονίου και είναι το κυριότερο επιχείρημα των πιο συνετών και λιγότερο «ριζοσπαστικών» πολιτικών δυνάμεων, π.χ. της Νέας Δημοκρατίας, που στήριξε την κριτική της σε αυτό ακριβώς το σημείο. Εκ πρώτης ο προβληματισμός μοιάζει εύλογος. Η άποψη αυτή λέει καταρχήν ΟΚ, να δεχτούμε το μνημόνιο, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα έχει αποτελέσματα. Δυο χρόνια τώρα, όμως, παρά τις απανωτές περικοπές μισθών και συντάξεων και τις συνεχείς αυξήσεις της φορολογίας, το έλλειμμα είναι σταθερά υψηλό και το μόνο που προέκυψε είναι μια βαθύτατη ύφεση και ένα καλπάζον δημόσιο χρέος, την ώρα που υποτίθεται ότι προσπαθούσαμε να το μειώσουμε και να το καταστήσουμε βιώσιμο. Ποιο το νόημα λοιπόν να συνεχιστεί η πολιτική της εξαθλίωσης, αν, αντί να βελτιώσει, αντιθέτως επιδεινώνει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας;

Η άποψη αυτή λέει μισές αλήθειες και παραβλέπει καίρια ζητήματα αφενός του τρόπου με τον οποίο το μνημόνιο εφαρμόστηκε στην πράξη, αφετέρου του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η πραγματική οικονομία. Ως προς τον τρόπο εφαρμογής του μνημονίου, για όσους λίγους μπήκαν στον κόπο να το διαβάσουν (σε αντίθεση π.χ. με τον κ. Χρυσοχοϊδη), τα όσα εφαρμόστηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου ελάχιστη σχέση είχαν με αυτά που προέβλεπε το μνημόνιο. Οι πολυθρύλητες και χιλιοτραγουδισμένες διαρθρωτικές αλλαγές (π.χ. απελευθέρωση αγοράς ενέργειας, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ, απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, κωδικοποίηση της νομοθεσίας, επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, άρση αντικινήτρων στις επενδύσεις, διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, καταστολή της τερατώδους γραφειοκρατίας κτλ) έμειναν ευσεβείς πόθοι. Όσες λίγες αλλαγές νομοθετήθηκαν υπό την πίεση της εκταμίευσης των δόσεων του δανείου, έμειναν μόνο στα χαρτιά, εξαπατώντας την τρόικα και κλείνοντας το μάτι στις εγχώριες συντεχνίες και τη συνδικαλιστική παρασιτοκρατία που κυβερνά τον τόπο. Ανοιχτές πληγές σπατάλης του Δημοσίου έμειναν ανέγγιχτες, την ίδια ώρα που όλο το βάρος έπεσε σε μισθούς, συντάξεις και κυρίως στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων. Είναι σαν να υποβάλλουμε έναν παχύσαρκο σε δίαιτα, συνιστώντας του μείωση της πρόσληψης θερμίδων (=μείωση δημοσίων δαπανών) και εντατική άσκηση (=διαρθρωτικές αλλαγές), και αυτός την εφαρμόζει κόβοντας μόνο τις χρήσιμες τροφές (=δημόσιες επενδύσεις), συνεχίζοντας να τρώει ό,τι σαβούρα βρίσκει μπροστά του (=σπατάλες του Δημοσίου) και τεμπελιάζοντας ολημερίς στον καναπέ (=ουδεμία διαρθρωτική αλλαγή). Είναι δυνατόν να έρθει μετά και να παραπονεθεί ότι δεν χάνει βάρος (=ότι δεν μειώνεται το έλλειμμα); Ως προς τον τρόπο λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας, πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι όλα τα εγχειρίδια μακροοικονομίας από το ’70 και μετά τονίζουν μια πολύ σπουδαία παράμετρο της οικονομικής δραστηριότητας: τις προσδοκίες των οικονομικών δρώντων (καταναλωτών και επιχειρήσεων). Αν αρκεστούμε στις 3 βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ, ήτοι την ιδιωτική κατανάλωση, την ιδιωτική επένδυση και τις δημόσιες δαπάνες (κρατική κατανάλωση και επένδυση, χωρίς δηλαδή τις μεταβιβαστικές πληρωμές), διαπιστώνουμε τα εξής: Ως προς τις δημόσιες δαπάνες, αυτές περιεστάλησαν δραματικά, με το μεγαλύτερο μαχαίρι να μπαίνει – όπως είπαμε παραπάνω – στο πιο χρήσιμο κομμάτι τους, τις δημόσιες επενδύσεις (βλ. π.χ. τα μεγάλα συγχρηματοδοτούμενα έργα αυτοκινητοδρόμων). Ως προς την ιδιωτική κατανάλωση, είναι πλέον οικονομετρικά αποδεδειγμένη η επίδραση όχι τόσο του τρέχοντος όσο κυρίως του προσδοκώμενου εισοδήματος στο επίπεδο της τρέχουσας δαπάνης του καταναλωτή. Αν λάβει κανείς υπόψιν όχι μόνο τις μειώσεις που υπέστη το εισόδημα των καταναλωτών, αλλά πρώτιστα τον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι μειώσεις αυτές (απανωτές μειώσεις κάθε λίγο και λιγάκι, που κάθε φορά άφηναν παράθυρο για ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις στο μέλλον), αντιλαμβάνεται ότι δεν υπήρχε χειρότερη συνταγή για την καταβαράθρωση της καταναλωτικής ψυχολογίας, από αυτόν τον αργό θάνατο του βλέποντας και κάνοντας. Τα μέτρα αυτά αποδίδουν όταν λαμβάνονται βιαίως, μια και έξω, αρκεί ο εκάστοτε πολιτικός ηγέτης να έχει το σθένος και την τόλμη να εξηγήσει στους πολίτες ότι με τον τρόπο αυτό η οικονομία γρήγορα θα επανακάμψει και οι πληγές τους θα επουλωθούν. Αντίθετα η κυβέρνηση Παπανδρέου, ζαρωμένη υπό το φόβο του πολιτικού κόστους, σερνόταν κάθε τρεις μήνες σε ολοένα πιο επώδυνες περικοπές, απολύτως αδύναμη και απρόθυμη να εξηγήσει στους πολίτες εξαρχής πώς είχε η κατάσταση και τι έπρεπε να γίνει. Σε κάθε εκταμίευση παιζόταν το ίδιο κακόγουστο θέατρο, με την κακή τρόικα που πίεζε και τους καλούς πολιτικούς που προσπαθούσαν δήθεν να υπερασπιστούν το λαό από αυτές τις πιέσεις. Και ανάμεσά τους βρισκόταν ο καταναλωτής, που δεν γνώριζε τι του ξημέρωνε και διαπίστωνε ότι βούλιαζε ολοένα και περισσότερο ο πάτος του βαρελιού. Τέλος, ως προς την ιδιωτική επένδυση, η ψυχολογία της αγοράς και οι εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας είναι αυταπόδεικτα παράγοντες-κλειδιά της επενδυτικής δραστηριότητας. Σε όλες τις παθογένειες και τα αντικίνητρα που είχε να αντιμετωπίσει ούτως ή άλλως ένας ιδιώτης επενδυτής στην Ελλάδα, προστέθηκε (πέραν της πρωτοφανούς έλλειψης ρευστότητας) μια τρομακτική αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Δεν υπάρχει χειρότερο σενάριο για έναν επενδυτή από τη μη προβλεψιμότητα της επένδυσής του. Με ποια δεδομένα να προϋπολογίσει τις χρηματοοικονομικές του ροές και να καταρτίσει ανάλυση κόστους-οφέλους, με ποια κριτήρια να αξιολογήσει το ρίσκο που αναλαμβάνει, με ποιες παραδοχές να εκτιμήσει έστω και προσεγγιστικά το τελικό αποτέλεσμα της επένδυσής του; Έφτασε τους τελευταίους μήνες σε σημείο να μη γνωρίζει καν σε ποιο νόμισμα θα συναλλάσσεται στο άμεσο μέλλον. Υπό τα δεδομένα αυτά, η καθίζηση των ιδιωτικών επενδύσεων την τελευταία 3ετία μόνο έκπληξη δεν μπορεί να προκαλέσει. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι και οι 3 βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ επλήγησαν βάναυσα από την οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε, όχι τόσο από τα ίδια τα μέτρα, όσο από τον τρόπο που ελήφθησαν, ο οποίος με τα ημίμετρα και τις παλινωδίες διέλυσε τις καταναλωτικές και επιχειρηματικές προσδοκίες και βύθισε την οικονομική δραστηριότητα στο χειρότερο εφιάλτη κάθε οικονομίας: την αβεβαιότητα. Είναι επομένως τουλάχιστον ανεδαφικό να κατηγορούμε το μνημόνιο για την ύφεση, τη στιγμή που εφαρμόσαμε ένα μικρό μόνο κομμάτι του (το κατεξοχήν υφεσιακό), και αυτό με το χειρότερο δυνατό για την οικονομία τρόπο. Είναι πραγματικά ανατριχιαστικό, το ότι κάναμε ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να πετύχουμε τη βαθύτερη δυνατή ύφεση και ακολούθως βγαίνουμε και κατηγορούμε την τρόικα ότι δήθεν στραγγάλισε την οικονομία και δεν της έδωσε αναπτυξιακή προοπτική. Το σφάλμα της τρόικας ήταν ότι έπρεπε να μας κόψει τη χρηματοδότηση ήδη από την πρώτη δόση και να μας σουτάρει από εκεί που ήρθαμε, γιατί ήταν από την αρχή φανερό ότι δεν ήμασταν διατεθειμένοι να εφαρμόσουμε τίποτα απολύτως από τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που περιελάμβανε το πρόγραμμα.

Στην Ελλάδα της κρίσης ολοένα περισσότεροι νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να την εγκαταλείψουν κατευθυνόμενοι στους πάλαι ποτέ παραδοσιακούς πόλους έλξης Ελλήνων μεταναστών, ωστόσο η πρώτη που εγκατέλειψε αυτή την όμορφη ηλιόλουστη χώρα είναι η κοινή λογική και μάλλον δεν προτίθεται να επιστρέψει σύντομα. Οι αγέλες των ψηφοφόρων έχουν εθιστεί τόσο πολύ στο λαϊκισμό και στην ομαδική παράκρουση, που είναι έτοιμες να δεχτούν τις πλέον ανόητες, εξωφρενικές και επικίνδυνες απόψεις και λύσεις, αρκεί αυτός που τις προτείνει να γνωρίζει την τέχνη της δημαγωγίας. Ο κος Τσίπρας για παράδειγμα (και κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό) δεν έχει την παραμικρή ιδέα από οικονομία, αλλά είναι εδώ για να πει στο λαό αυτά που θέλει να ακούσει, και ας γνωρίζει (αν το γνωρίζει) ότι καταστρέφει τη χώρα ήδη με τα λόγια του, πόσο μάλλον αν επιχειρήσει να εφαρμόσει στην πράξη τα όσα γελοία ευαγγελίζεται. Από τη φύση του κάθε άνθρωπος πείθεται πολύ ευκολότερα από επιχειρήματα που του είναι ευχάριστα, ακριβώς γιατί η ικανοποίηση που νιώθει μειώνει την ανάγκη του να τα υποβάλει σε αυστηρό έλεγχο με τους κανόνες της λογικής. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να ελευθερωθούμε από αυτή την παγίδα και να σκεφθούμε για μια έστω φορά με ορθολογικό και ψύχραιμο τρόπο. Ίσως να μην έχουμε άλλη ευκαιρία.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Μεταξύ Καμμένων και Πικραμένων


Συχνά λέγεται με περισσή ελαφρότητα ότι σε μια δημοκρατία η λαϊκή ετυμηγορία είναι υπεράνω κριτικής. Ένας κυρίαρχος λαός μπορεί να θέλει ό,τι θέλει, αρκεί πραγματικά να το θέλει. Η λαϊκή βούληση αποτελεί το μέτρο αξιολόγησης όλων των άλλων αποφάσεων, συνεπώς θα ήταν άτοπο και αντιφατικό να καταστεί και η ίδια αντικείμενο κριτικής, γιατί τότε θα έπρεπε να αναζητηθεί ένα άλλο μέτρο αξιολόγησης, υπέρτερο αυτής, βάσει του οποίου θα κρινόταν και η ίδια. Στη δημοκρατία όμως τέτοιο υπέρτερο μέτρο δεν μπορεί - υποτίθεται - να υπάρξει και η τυχόν αναζήτησή του θα οδηγούσε σε επικίνδυνες ατραπούς, καθώς θα έθετε σε ευθεία αμφισβήτηση τη λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί λοιπόν να είναι πολλά πράγματα - γνήσια ή νοθευμένη, κατανοητή ή ακατανόητη -  ποτέ όμως σωστή ή λάθος. Είναι αυτή που είναι και η συζήτηση τελειώνει εκεί. Κι όμως, η συζήτηση εκεί ακριβώς θα έπρεπε να αρχίσει.

Η άποψη περί ασυλίας της λαϊκής ετυμηγορίας στην κριτική μπερδεύει δύο διαφορετικά πράγματα: την τυπική πηγή της νομιμοποίησης της εξουσίας με τα ουσιαστικά κριτήρια ορθότητας των αποφάσεων του λαού. Δεδομένου ότι οι έννοιες της νομιμοποίησης και της ουσιαστικής ορθότητας εξετάστηκαν σε προηγούμενο άρθρο («Η παρανόηση της πλειοψηφίας», 30 Οκτ 2011), θα επισημανθεί εδώ ένα άλλο στοιχείο αυτών των αποφάσεων. Από τη στιγμή που οι αποφάσεις του λαού ενέχουν το στοιχείο της επιλογής, είναι αδιανόητο να τις θεωρήσουμε υπεράνω κριτικής. Οποιοσδήποτε απολαμβάνει ένα οσοδήποτε μικρό ή μεγάλο περιθώριο απόρριψης κάποιων επιλογών και πρόκρισης άλλων, οποιοσδήποτε δηλαδή έχει έστω στοιχειώδη ελευθερία επιλογής, καθίσταται αυτοδίκαια αντικείμενο κριτικής για τις επιλογές του και πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να εξηγήσει (στους άλλους αλλά κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό) γιατί επέλεξε ό,τι επέλεξε. Από κανέναν δεν μπορούν να αξιωθούν εξηγήσεις ή ευθύνες για το ότι είναι κοντός ή ψηλός, ξανθός ή μελαχροινός, Έλληνας ή Γερμανός ή Μογγόλος, γιατί πρόκειται για στοιχεία για τα οποία δεν είχε περιθώριο να διαλέξει έτσι ή αλλιώς. Μπορούν όμως να αξιωθούν εξηγήσεις ή ευθύνες για το ότι οδηγούσε μεθυσμένος ή για το ότι πέταξε το τσιγάρο από το παράθυρο και λαμπάδιασε το πευκοδάσος που ήταν δίπλα στο δρόμο. Και ασφαλώς μπορούν να αξιωθούν εξηγήσεις ή ευθύνες για το τι διάλεξε πίσω από το παραβάν ενός εκλογικού τμήματος. Όλα αυτά είναι επιλογές του, είναι αποτελέσματα στάθμισης εναλλακτικών λύσεων, είναι κάθε φορά μία από τις πολλές πιθανές καταλήξεις μιας διαδικασίας ανοιχτής στο τέρμα της και όχι νομοτελειακά προαποφασισμένης. Σωστό ή λάθος μπορεί να μην υπάρχει λοιπόν στην πανσέληνο ή στην καταιγίδα ή στο χρώμα των ματιών ενός νεογέννητου παιδιού, υπάρχει όμως σίγουρα στην κάλπη μιας δημοκρατίας

Η ελευθερία επιλογής (πρέπει να) συμβαδίζει με την ευθύνη: δεν μπορείς να διεκδικείς την πρώτη και να αποποιείσαι τη δεύτερη. Ο "καταλογισμός ευθυνών" για το αποτέλεσμα μιας κάλπης δεν είναι μόνο συλλογικός, είναι κατεξοχήν ατομικός. Η προσέγγιση του λαού ως ενός συλλογικού υποκειμένου με εκατομμύρια κεφάλια (ή κανένα κεφάλι) δεν αναιρεί την κριτική και την ευθύνη των επιλογών του κάθε πολίτη. Δεν υπάρχει χειρότερη πλάνη και πιο επικίνδυνος λαϊκισμός από την ιδέα ότι σε ένα νεφελώδες συλλογικό υποκείμενο - όπως το εκλογικό σώμα - δεν νοείται εξατομίκευση της ευθύνης ή ότι εν πάση περιπτώσει η ευθύνη αυτή διαχέεται και τελικά απορροφάται από τη συλλογικότητα και εξαφανίζεται. Αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο: Οι ατομικές επιλογές του πολίτη στη δημοκρατία τον βαραίνουν με ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη, γιατί αντανακλούν τελικά και σε όλους τους συμπολίτες του. Δεν αρκεί λοιπόν ο καθένας να σταθμίζει ορθολογικά και βασανιστικά τις επιλογές του από την ατομική οπτική γωνία, αλλά χρειάζεται σε ένα δεύτερο επίπεδο να υπερβαίνει την ατομική προσέγγιση και να σκέφτεται με όρους κοινού συμφέροντος. Γι’ αυτό και η δημοκρατία είναι το εκπληκτικότερο αλλά και το δυσκολότερο πολίτευμα.

Η αποδοχή των παραπάνω μας ανοίγει το δρόμο να εξετάσουμε κριτικά τη λαϊκή ετυμηγορία στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση. Στις εκλογές λοιπόν της 6ης Μαΐου ο ελληνικός λαός απέδειξε ότι δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της δημοκρατίας. Φτηνοί πολιτικάντηδες και ανίδεοι δημοσιογραφίσκοι δηλώνουν καθημερινά από τηλεοράσεως ότι όλοι οφείλουν να κατανοήσουν το μήνυμα των εκλογών και να κινηθούν στην κατεύθυνση που υπέδειξε ο πάνσοφος λαός. Ποιο ήταν όμως το μήνυμα των εκλογών; Ήταν δήθεν η καταδίκη του μνημονίου; Ήταν τάχα η επιταγή για αριστερή διακυβέρνηση; Ήταν ενδεχομένως η ανάγκη για κυβέρνηση συνεργασίας; Δ: Τίποτα από τα παραπάνω. Γιατί το μήνυμα ήταν απλούστατα ότι ο πάνσοφος(;) λαός στις τελευταίες εκλογές ξεγυμνώθηκε πια εντελώς και απέδειξε με τον πιο βροντερό τρόπο τη ρηχότητά του, την άγνοιά του, την ημιμάθειά του, την ανοησία του, τη φαυλότητά του, την παρακμή του, την αθλιότητά του, τη μιζέρια του, την υποκρισία του, τον παραλογισμό του, τις αντιφάσεις του, τους εγωισμούς του, τη δειλία του, την αναξιοπρέπειά του, εν τέλει την πολιτική και πολιτισμική του κατάντια

Αν υπήρχε στην αρχή αυτής της κρίσης μια ελπίδα να ταρακουνηθούμε επιτέλους από το μεταπολιτευτικό βούρκο του λαϊκισμού, του κρατισμού και του παρασιτισμού, πλέον είναι φρικιαστικά πασιφανές ότι ο βούρκος αυτός μας αρέσει, μας ταιριάζει, μας αξίζει. Πέρυσι τέτοιον καιρό στήναμε αντίσκηνα έξω από τη Βουλή και παριστάναμε τους αγανακτισμένους πολίτες για τα ψέματα που μας έλεγαν επί 30 χρόνια τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Και μόλις αντιληφθήκαμε ότι χάρη στις εξωτερικές πιέσεις τα κόμματα αυτά δεν μπορούν – αν και θα το ήθελαν – να συνεχίσουν να μας σερβίρουν ψέματα με τον ίδιο ρυθμό, ψάξαμε και βρήκαμε αμέσως καινούριους και άφθαρτους προμηθευτές αυταπάτης και ψευδαισθήσεων. Τσίπρας, Καμμένος, Κουβέλης και λοιποί νεοφώτιστοι εθνοσωτήρες πήραν τη σκυτάλη στον ολοένα και πιο απότομο κατήφορο προς τον όλεθρο, αποδεικνύοντας ότι η διάβρωση που έχει επιφέρει ο λαϊκισμός είναι χωρίς επιστροφή. Οι φωνές της λογικής έχουν πια γίνει ψίθυρος που πνίγεται από τις κραυγές του μαινόμενου αφιονισμένου όχλου, μάγισσες και χαρτορίχτρες της πολιτικής ετοιμάζονται να αναλάβουν κυβερνητικά χαρτοφυλάκια, αλαλάζοντες ψηφοφόροι χορεύουν γύρω από πελώριες φλόγες λαϊκισμού και ανοησίας ψάλλοντας σοσιαλιστικές μπαρούφες και περιμένοντας να βρέξει λεφτά από τον ουρανό όπως παλιά. Και κάπου εκεί, πίσω από τους καπνούς, ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να μας αγναντεύει ήσυχος και ευτυχισμένος που βλέπει να φυτρώνουν και να θεριεύουν τα ζιζάνια της μαρξιστικο-λαϊκο-επανασταστικής αποχαύνωσης που έσπειρε στην ελληνική κοινωνία.

Κατά το σύντροφο Τσίπρα και τους ομοϊδεάτες του, ο λαός την 6η Μαΐου κατάφερε ένα πρώτο αποφασιστικό χτύπημα στους δανειστές, τους καπιταλιστές, τους τραπεζίτες, τους τροϊκανούς, τους διεθνείς συνωμότες, τους σιωνιστές, τους ιμπεριαλιστές και όλους όσοι τέλος πάντων φταίνε για την κατάστασή μας. Τον επιβεβαίωσαν τα συνδικάτα της Βενεζουέλας, που του απέστειλαν την περασμένη εβδομάδα συγχαρητήρια επιστολή. Όταν όμως ο σύντροφος Τσίπρας και όσοι τον ψήφισαν αντιληφθούν ότι το αίμα που βλέπουν να τρέχει δεν είναι του διεθνούς κεφαλαίου ή της κας Μέρκελ αλλά το δικό μας, θα είναι ήδη πολύ αργά. Στην ύστατη στιγμή της κατάρρευσης, τη στιγμή που θα έπρεπε επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε το πού μας οδήγησαν 3 δεκαετίες ανεξέλεγκτου κρατισμού, κομματοκρατίας, συνδικαλιστικής αλαζονείας και δαιμονοποίησης του καπιταλισμού και της επιχειρηματικότητας, εμείς αναδεικνύουμε σε νέο πολιτικό αστέρα έναν απεχθή δημαγωγό και σε κυρίαρχη (σχεδόν) πολιτική δύναμη ένα κόμμα που προτείνει μεταξύ άλλων τις εξής εκπληκτικές λύσεις: επανακρατικοποίηση του ΟΤΕ και της Ολυμπιακής (!), αξιοποίηση (=δήμευση) των καταθέσεων από το κράτος (!), φορολόγηση του τζίρου των επιχειρήσεων (!), προσλήψεις 100.000 δημοσίων υπαλλήλων (!) και άλλα τέτοια ευφάνταστα. Τέτοιες εξαγγελίες ήταν γραφικές και ακίνδυνες όταν ο ΣΥΡΙΖΑ πάλευε να μπει στη Βουλή, όμως σήμερα - χάρη στην ψήφο του πάνσοφου ελληνικού λαού - αποτελούν κυβερνητική πρόταση σε μια χρεοκοπημένη οικονομία. Επί 3 δεκαετίες πίναμε γουλιά γουλιά το δηλητήριο της κρατικίστικης παρασιτοκρατίας, της γραφειοκρατικής παράνοιας και της αποσάρθρωσης του παραγωγικού μας ιστού. Και τώρα, στο πιο κρίσιμο σημείο, που τα συμπτώματα της δηλητηρίασης επιδεινώνονται ραγδαία και έχουμε την ύστατη ευκαιρία να σταματήσουμε να πίνουμε το δηλητήριο, έρχεται κάποιος με ολόκληρο μπουκάλι νέας ενισχυμένης σύνθεσης και εμείς κραυγάζουμε: Άσπρο πάτο!

Έχουμε αυτομαχαιρωθεί πολλές φορές τον τελευταίο καιρό χτυπώντας αόρατους εχθρούς. Την 6η Μαΐου καταφέραμε τη μοιραία(;) μαχαιριά. Ο έτερος αυτοχρισμένος πατριώτης - λαϊκός ηγέτης - εθνοσωτήρας Καμμένος και οι δικοί του ομοϊδεάτες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι και δικαιωμένοι: αυτομαχαιρωθήκαμε ελεύθερα και δημοκρατικά, με το κεφάλι ψηλά, αδέσμευτοι από ξένους εκβιασμούς και πιέσεις, περήφανοι και αγέρωχοι, όπως αρμόζει σε Ανεξάρτητους Έλληνες

Όπως όλα τα πολύπλοκα και απαιτητικά εργαλεία, έτσι και η δημοκρατία προϋποθέτει καλή μελέτη των οδηγιών χρήσης. Αν μπαίναμε στον κόπο να τις διαβάσουμε, θα βλέπαμε να αναγράφεται στη συσκευασία με μεγάλα γράμματα: Προσοχή, να φυλάσσεται μακριά από παιδιά, κίνδυνος ατυχήματος. Πόσο μάλλον όταν δεν πρόκειται καν για παιδιά, αλλά για έναν λαό με μυαλό βρέφους. Η δημοκρατία δεν είναι για όλους. Δεν ήταν π.χ. για τη μεσοπολεμική Γερμανία του 1930, που ανέδειξε με δημοκρατικές εκλογές καγκελάριο το Χίτλερ, με όλα τα γνωστά επακόλουθα. Η εξουσία του αυτοκαθορισμού είναι ευλογία, αλλά και κατάρα αν δεν ξέρεις πώς να τη χρησιμοποιήσεις. Ένας λαός ανίκανος να αρθεί στο ύψος των απαιτήσεων και των προδιαγραφών της δημοκρατίας, γεννά τέρατα και είναι επικίνδυνος, πρώτα απ' όλα για τον ίδιο του τον εαυτό. Οι τερατογενέσεις της δημοκρατίας μπορούν να προσλάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα πάντα με τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε λαού και φυσικά με τα δεδομένα της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Έτσι π.χ. η δημοκρατία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας το 1981 γέννησε τον Ανδρέα Παπανδρέου και η δημοκρατία της χρεοκοπημένης Ελλάδας το 2012 κυοφορεί τον Αλέξη Τσίπρα. Δυστυχώς ή ευτυχώς, στις δημοκρατίες οι λαοί είναι ελεύθεροι και να αυτοκτονήσουν. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι μια αυτοκαταστροφική πλειοψηφία παρασέρνει μαζί της στην άβυσσο και όσες τυχόν μειοψηφίες πρόλαβαν να φωνάξουν: Γκρεμός!

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Goodbye Lenin...

Αν πάρει κανείς τοις μετρητοίς τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων εδώ και μερικές εβδομάδες, θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι σχεδόν 1 στους 2 Έλληνες θα εμπιστευόταν την τύχη της χώρας – στην πιο κρίσιμη μεταπολεμικά στιγμή της – σε πολιτικούς ταγούς τύπου Κουβέλη ή Τσίπρα και σε λοιπές λαϊκο-πατριωτικο-επαναστατικές φυσιογνωμίες που ξεφυτρώνουν πλέον κάθε δύο μέρες σαν τα μανιτάρια στην προεκλογική αρένα. Θα μπορούσε βέβαια να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για μια εύλογα αναμενόμενη ψήφο διαμαρτυρίας ή ότι τα λεγόμενα μικρά κόμματα πάντα υπερεκτιμούνταν δημοσκοπικά ή ότι η εναλλακτική επιλογή των λεγόμενων μεγάλων κομμάτων αποδείχτηκε ούτως ή άλλως καταστροφική. Παραβλέποντας το γεγονός ότι μια τέτοια ψήφος διαμαρτυρίας μοιάζει με την αντίδραση ενός ασθενούς που αυτοκτονεί νομίζοντας ότι έτσι θα δώσει ένα μάθημα στο γιατρό που απέτυχε στη θεραπεία, πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι αριστερόστροφες τάσεις του εκλογικού σώματος έχουν απήχηση πολύ μονιμότερη από μια απλή συγκυριακή διαμαρτυρία και πολύ ευρύτερη από την κατά καιρούς αποτυπωθείσα στα αποτελέσματα εκλογικών αναμετρήσεων.

Αν διεξαγόταν ένα δημοψήφισμα με ερώτημα ναι ή όχι στον καπιταλισμό και την ελεύθερη οικονομία (τώρα που τα δημοψηφίσματα έχουν γίνει της μόδας με τις χαριτωμενιές του Γ.Α.Π.), το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ απογοητευτικό για τον κ Adam Smith και τους λοιπούς πατέρες του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η εικόνα του ακόρεστου και αιμοδιψή καπιταλιστή που κυκλοφορεί με ένα χοντρό καλαμάκι και ρουφάει το αίμα του εργάτη και του μισθωτού στοιχειώνει τη φαντασία πολλών ψηφοφόρων και όχι μόνο των ανηκόντων στην παραδοσιακή δεξαμενή των οπαδών του ΚΚΕ. Στη συνείδηση του μέσου Έλληνα ο καπιταλισμός και η ελεύθερη αγορά είναι έννοιες απόμακρες αλλά ταυτόχρονα σατανικές, υπεύθυνες με κάποιον αδιόρατο και υπερφυσικό τρόπο για όλα τα δεινά του κόσμου τούτου. Το αξιοπερίεργο της όλης υπόθεσης είναι ότι αυτή εδώ η χώρα που αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον καπιταλισμό είναι ίσως η μόνη χώρα της Δύσης που δεν τον έχει γνωρίσει.

Ο κυριότερος λόγος που η Ελλάδα είναι αφιλόξενη για τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά (πέρα από τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την πολυνομία, τη νομοθετική αστάθεια, τη δικαιοδοτική παράλυση και τις λοιπές γνωστές θεσμικές παθογένειες) είναι η απόλυτη διαστρέβλωση των εννοιών της ισότητας, της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης ως βάσεων του κοινωνικού συμβολαίου που θεμελιώνει το συλλογικό βίο κάθε λαού. Η πολιτική-κοινωνική-οικονομική κουλτούρα που καλλιεργήθηκε στη χώρα και κορυφώθηκε από τη δεκαετία του '80 έως σήμερα συνοψίζεται στην αποθέωση της μετριότητας και στη λυσσαλέα πάλη ενάντια στην ατομική επιτυχία. Οικοδομήθηκε έτσι ένα εκπληκτικό σύστημα αντικινήτρων, την ίδια ώρα που η λέξη-κλειδί της ελεύθερης αγοράς είναι το κίνητρο. Είναι γνωστό όσο και εύγλωττο το πείραμα ενός καθηγητή σε αμερικανικό κολέγιο. Συζητώντας με τους φοιτητές του περί οικονομικο-πολιτικών συστημάτων, τους πρότεινε να τους δείξει στην πράξη τη βασική αιτία αποτυχίας του κομμουνισμού. Σε ένα διαγώνισμα λοιπόν, αφού διόρθωσε τα γραπτά, βαθμολόγησε όλους τους φοιτητές με τον ίδιο βαθμό και συγκεκριμένα με το μέσο όρο των επιδόσεών τους. Όλοι λοιπόν είδαν στο γραπτό τους ένα Β και φυσικά όσοι είχαν γράψει για Α απογοητεύτηκαν, ενώ όσοι είχαν γράψει για C έμειναν πολύ ευχαριστημένοι. Στο επόμενο διαγώνισμα οι μεν δεν είχαν πλέον κανένα λόγο να ξενυχτήσουν πάνω από τα βιβλία, αφού όλη η τάξη θα έπαιρνε τον ίδιο βαθμό, οι δε είχαν πλέον περιθώριο να διαβάσουν ακόμα λιγότερο από την πρώτη φορά, αφού δεν θα τους στοίχιζε τίποτα. Ο μέσος όρος των γραπτών ήταν τώρα C. Στο τρίτο διαγώνισμα έγραψαν πια όλοι κάτω από τη βάση και ήταν όλοι δυσαρεστημένοι. Αν και απλουστευτικό, το παράδειγμα δίνει μια σαφή εξήγηση για την αποτυχία του κομμουνιστικού δόγματος και την επιτυχία της ελεύθερης αγοράς. Η άποψη που συνάγει από το παραπάνω παράδειγμα το συμπέρασμα ότι η συνταγή της επιτυχίας ή το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ελεύθερης αγοράς είναι η ανισότητα (συνταγή ή αποτέλεσμα που δεν μπορούν να γίνουν ηθικά ή νομικά αποδεκτά σε μια πολιτισμένη κοινωνία αλληλεγγύης) σφάλλει σε ένα κρίσιμο σημείο: η ανισότητα της ανταμοιβής πρέπει να αποδοκιμάζεται μόνο στο βαθμό που αντανακλά ανισότητα ευκαιριών και όχι ανισότητα προσπάθειας. Στο βαθμό που η προκύψασα ανισότητα αντανακλά διαφορετική προσπάθεια, τότε αποδοκιμαστέα είναι ακριβώς η ισοπεδωτική ισότητα, που εννοεί να ανταμείψει όλους το ίδιο στο όνομα μιας στρεβλής και κατ’ ουσία ανήθικης συλλογικής δικαιοσύνης. Αυτή λοιπόν η ισοπεδωτική ισότητα, που αγκαλιάστηκε από μεγάλες μάζες ψηφοφόρων υπό τις ευλογίες πολιτικών, συνδικαλιστών, ακαδημαϊκών και λοιπών φιλοσόφων του λαϊκισμού, είναι που βυθίζει τη χώρα σε ολοένα χαμηλότερο επίπεδο οικονομικών (και πολιτισμικών) επιδόσεων, ακριβώς όπως οι βαθμολογίες των μαθητών του παραδείγματος.

Είναι λοιπόν εξωφρενικό να κατηγορούμε για την παρακμή μας τον καπιταλισμό, την ώρα που πληρώνουμε ακριβώς την αδυναμία μας να λειτουργήσουμε ως καπιταλιστική οικονομία. Ο παραλογισμός και η υποκρισία περισσεύουν παντού, εκεί όμως που αποθεώνονται είναι στον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Η κα Παπαρήγα και τα λοιπά απολιθώματα του Στάλιν που την περιβάλλουν μιλούν με τρόμο στο λαό για την προοπτική βουλγαροποίησης της Ελλάδας. Ξεχνούν μάλλον ποιος έφταιξε για τη βουλγαροποίηση της ίδιας της Βουλγαρίας. Δεν ήταν η Coca-Cola ούτε το ΔΝΤ, αλλά οι ιδεολογικοί εμπνευστές της κας Παπαρήγα, που στο όνομα του σφυροδρέπανου καταδίκασαν τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης σε μισό χαμένο αιώνα φτώχειας, αυταρχισμού και απομόνωσης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Ο κος Τσίπρας και οι λοιποί αναρχο-αριστεριστές της παρέας του μιλούν με αγανάκτηση στο λαό για την προοπτική κινεζοποίησης της Ελλάδας. Ξεχνούν μάλλον και αυτοί ποιος οδήγησε δεκάδες εκατομμύρια Κινέζους στο θάνατο από την πείνα τη δεκαετία του ’60. Δεν ήταν η Goldman Sachs ούτε η κα Μέρκελ, αλλά ο σχεδόν θεοποιημένος ηγέτης Mao Zedong, που στο όνομα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής εξαθλίωσε την αχανή κινεζική ύπαιθρο με τα σοσιαλιστικά του πειράματα. Ξεχνούν επίσης ότι από το 1978, που μετά το θάνατο του Mao ο διάδοχός του Deng Xiaoping εγκατέλειψε τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του καθεστώτος και άνοιξε την κινεζική οικονομία, η Κίνα βίωσε μια εκπληκτική, μια απίστευτη οικονομική άνοδο και τη μαζικότερη και ταχύτερη μείωση της φτώχειας στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στην Ελλάδα δεν τολμά κανείς να δηλώσει ανοιχτά υποστηρικτής του οικονομικού φιλελευθερισμού. Σε μια χώρα και σε μια εποχή όπου αποκαλύπτονται με καταιγιστικό ρυθμό σκάνδαλα παράνομου πλουτισμού, η επιδίωξη κέρδους δια της νόμιμης επιχειρηματικής δράσης είναι σχεδόν ποινικό αδίκημα. Ακόμα και όσοι αυτοτοποθετούνται στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, πασχίζουν με κάθε τρόπο να ντύσουν την ιδεολογία τους με φανταχτερούς αριστερούς μανδύες, μήπως και κατορθώσουν να διεισδύσουν στη μεγάλη αντι-καπιταλιστική μάζα ψηφοφόρων. Ο μέσος Έλληνας αδυνατεί εν έτει 2012 να αντιληφθεί ή να παραδεχτεί ότι η κύρια πηγή πλούτου και ευημερίας μιας χώρας είναι η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. Και αυτό γιατί συνήθισε να κερδίζει τα προς το ζην χτυπώντας πόρτες βουλευτικών γραφείων, τοιχοκολλώντας κομματικές αφίσες, κραδαίνοντας πανό στην Πανεπιστημίου και στήνοντας αγανακτισμένα αντίσκηνα στο Σύνταγμα. Γιατί διδάχτηκε ότι αρκεί να κλείσει για λίγες μέρες εθνικές οδούς και λιμάνια για να αρχίσει το ταβάνι να βρέχει λεφτά. Και τώρα που το ταβάνι έπεσε και μας πλάκωσε, ψάχνει να βρει ποιος κακός καπιταλιστής το χτύπησε με τη βαριοπούλα.

Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης δεν κατέρρευσε λοιπόν εξαιτίας του καπιταλισμού ή της παγκοσμιοποίησης ή της Λέσχης Bilderberg ή κάποιας άλλης τρομακτικής διεθνούς συνωμοσίας του μεγάλου κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών. Κατέρρευσε γιατί αποδόμησε το υγιές σύστημα κινήτρων στο οποίο βασίζεται η ευημερία όλων των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Κατέρρευσε γιατί πίστευσε ότι μπορούσε να απολαύσει την ευημερία καπιταλιστικής χώρας παραμένοντας ταυτόχρονα φεουδαρχική σε όρους κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης και σοβιετική σε όρους οικονομικής και διοικητικής δομής. Και δυστυχώς, ακόμα και τώρα που χτύπησε στο παγόβουνο, συνεχίζει να φωνάζει ότι ήταν στραβός ο γιαλός…