Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Ανήκομεν εις την Δύσιν;

Έχουν περάσει αισίως 190 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και αυτή η ένδοξη πατρίδα αναζητά ακόμα την ιδεολογική της ταυτότητα. Την ίδια στιγμή που η γειτονική μας Τουρκία έχει προ πολλού αφήσει στην άκρη τα ψευτο-ιδεολογήματα του παρελθόντος και αναδεικνύεται ταχύτατα σε περιφερειακή υπερδύναμη με ακμάζουσα οικονομία και καλπάζουσες επενδύσεις, η Ελλάδα ανακυκλώνει τη μιζέρια της και ψελλίζει δικαιολογίες για τα 400 χρόνια σκλαβιάς που υποτίθεται ότι δηλητηρίασαν το έθνος με ανατολίτικα ή βαλκανικά στερεότυπα και το εμποδίζουν να υιοθετήσει έναν αληθινά δυτικό τρόπο σκέψης.
Αυτός ο περίφημος δυϊσμός της ταυτότητας των Ελλήνων, απότοκος της θέσης μας στο γεωγραφικό και πολιτισμικό μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, έχει αποτελέσει την προσφιλέστερη δικαιολογία για όλα τα ελαττώματα της φυλής μας και τις αθλιότητες της κρατικής μας οργάνωσης εδώ και πολλές δεκαετίες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι τα απίστευτα κακώς κείμενα που συναντά κανείς καθημερινά σε αυτή την παράλογη χώρα και σε αυτόν τον παράλογο λαό όχι απλά δε χρήζουν διόρθωσης, αλλά είναι πλεονεκτήματα, είναι αδιάψευστες ενδείξεις της «μοναδικότητας» του έθνους μας, είναι εφαλτήρια για εκρήξεις εθνικής υπερηφάνειας.
Έχουν παρέλθει πάνω από τρεις δεκαετίες από τον περίφημο διάλογο μεταξύ Κων/νου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου στη Βουλή περί της ιδεολογικής και γεωπολιτικής ένταξης της Ελλάδος στη Δύση. Η φράση «προτιμούμε να ανήκουμε στους Έλληνες» συμπυκνώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία του λαϊκιστικού εθνικισμού με την οποία μπόλιασε ο Ανδρέας Παπανδρέου την πολιτική συνείδηση της χώρας και την οποία υιοθέτησαν τελικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις – από την άκρα δεξιά έως την άκρα αριστερά – καθώς και μεγάλες μάζες του εκλογικού σώματος. Εξαπολύοντας έναν αδυσώπητο κομματικό στρατό και μοιράζοντας απλόχερα δανεικά που βαφτίζονταν «κοινωνική πολιτική», πέτυχε ίσως την ταχύτερη στην ιστορία μετατροπή μιας φιλόπονης και παραγωγικής κοινωνίας σε μια άναρχη Μπανανία, συνεπικουρούμενος στη συνέχεια όχι μόνο από τις ακροαριστερές πτέρυγες του πολιτικού φάσματος (που ούτως ή άλλως, όντας καταδικασμένες μονίμως στην αντιπολίτευση, έχουν την «πολυτέλεια» του άκρατου και ανέξοδου λαϊκισμού), αλλά και από τον έτερο πόλο εξουσίας, τη Νέα Δημοκρατία. Ο δικομματισμός, που αναπτύχθηκε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική Ευρώπη ως υγιές δίπολο σοσιαλδημοκρατίας – χριστανοδημοκρατίας, μετατράπηκε στην Ελλάδα σε μια εξωφρενική πλειοδοσία ανευθυνότητας, όπου τα δύο κόμματα εξουσίας παρέσυραν μια ολόκληρη κοινωνία σε έναν πρωτοφανή οικονομικό και πολιτισμικό μαρασμό. Εδώ και τριάντα χρόνια καμιά ισχυρή φωνή δεν έφερε αντιρρήσεις σε αυτό το απίστευτο σκηνικό, όπου συνδικαλιστές-αφισοκολλητές λυμαίνονται τις δημόσιες επιχειρήσεις, μικρές συντεχνιακές ομάδες κλείνουν δρόμους και λιμάνια, αυτό-αποκαλούμενοι αντιεξουσιαστές τα κάνουν γυαλιά – καρφιά, μαθητές και καθηγητές κλείνουν σχολεία, αυτό-χρισμένοι εκπρόσωποι φοιτητών εισβάλλουν σε αμφιθέατρα κτλ.


Από το 1950 έως το 1980 κουβαλούσαμε το σύνδρομο του φτωχού συγγενή, είχαμε όμως πετύχει στην πραγματικότητα μια συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγική βάση που πλέον πλησίαζε τα πρότυπα της δυτικής Ευρώπης. Από το 1980 και μετά οι όροι αντιστράφηκαν: Μια σαρωτική λαϊκιστική προπαγάνδα έπεισε τους Έλληνες ότι δικαιούνταν πλέον να ζουν σαν βασιλιάδες χωρίς να παράγουν τίποτα, απλά μοιράζοντας έναν ανύπαρκτο δημόσιο πλούτο. Μέσα σε αυτή την αξιοζήλευτη ευημερία κανείς πια δεν θα ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει. Όλοι μπορούσαν να ευτυχήσουν αρπάζοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια από την πίτα. Κανείς όμως από αυτόν τον υπερήφανο και ευημερούντα λαό δεν ασχολήθηκε ποτέ με το πώς θα παραχθεί αυτή η πίτα. Το αποτέλεσμα; Εδώ και τρεις δεκαετίες η χώρα αποβιομηχανοποιείται ραγδαία, οι δείκτες ξένων επενδύσεων και ανταγωνιστικότητας υπολείπονται πολλών αφρικανικών κρατών, τα ελλείμματα (όχι τόσο το δημοσιονομικό που έχει τραβήξει την προσοχή, όσο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) κινούνται σε δυσθεώρητα ύψη, ο καπιταλισμός και η επιχειρηματικότητα έχουν γίνει απαγορευμένες λέξεις.  Αυτόν το σοσιαλιστικό παράδεισο θα τον ζήλευε ακόμα και ο Τσάβες. Όμως ο Τσάβες έχει αν μη τι άλλο μια πετρελαϊκή βιομηχανία να στηρίζει τις υποτιθέμενες αντι-ιμπεριαλιστικές του κορώνες, εμείς από την άλλη δεν έχουμε τίποτα, εκτός από την εξοργιστική αδυναμία να συνειδητοποιήσουμε την ξεφτίλα μας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι άξιοι συνεχιστές του και από τα δύο κόμματα εξουσίας πέτυχαν μέσα σε τριάντα χρόνια η Ελλάδα να μην ανήκει πια ούτε στη Δύση ούτε στους Έλληνες, αλλά στους δανειστές της. Αυτό το σάπιο πολιτικό σύστημα εξακολουθεί όμως ακόμα και τώρα να σφυρίζει αδιάφορα και να δείχνει με το δάχτυλο ξένους συνωμότες που εποφθαλμιούν τη «μοναδικότητά» μας. Και το χειρότερο, έχει πείσει τους πολίτες ότι πάντα ευθύνονται άλλοι για την κατάντια μας. Το να κατηγορούμε τη Μέρκελ για τα προβλήματά μας αφενός διαιωνίζει τα προβλήματα, αφετέρου μας γελοιοποιεί ακόμα περισσότερο. Δεν είμαστε επίκεντρο καμίας διεθνούς συνωμοσίας, για την ακρίβεια δεν είμαστε πια επίκεντρο σε τίποτα. Οι υπερήφανοι απόγονοι του Περικλή και του Σωκράτη έχουμε μείνει με την υπερηφάνεια και με μια αυτάρεσκη αλαζονεία και αδυναμία συνειδητοποίησης της σημερινής μας ασημαντότητας. Κατορθώσαμε να κάνουμε τη λέξη «Έλληνας» συνώνυμη με τη διαφθορά, την τεμπελιά και την ανυποληψία, και εξακολουθούμε να έχουμε το θράσος να κατηγορούμε τους άλλους. Το αν δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα δεν είναι επιχείρημα υπέρ μας, είναι εναντίον μας. Οι "Κουτόφραγκοι", που "ζούσαν σε σπηλιές όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες", έχουν οικοδομήσει αληθινές αστικές δημοκρατίες με ισχυρούς θεσμούς και οικονομική ευμάρεια. Εμείς πάλι δεν είμαστε ικανοί ούτε καν τα λεφτά των Κουτόφραγκων να πάρουμε όταν έρχονται να επισκεφθούν τους Παρθενώνες που κτίσαμε, αλλά αφήνουμε 50 ανθρώπους να κάνουν κατάληψη στην Ακρόπολη με αίτημα να διοριστούν και αυτοί στο ακόρεστο ελληνικό δημόσιο. Σε όλες τις εκφάνσεις μας ως κράτους και ως λαού, από την εξωτερική πολιτική ως την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, προτάσσουμε αυτή την περίφημη μοναδικότητά μας και παριστάνουμε τους ανένταχτους και ανυπότακτους, που καμία παγκοσμιοποίηση και κανένα ΔΝΤ δε θα καταφέρει να τιθασεύσει. Μήπως και ανακαλύψαμε τον τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό που έψαχναν απεγνωσμένα και οι Βρετανοί Εργατικοί τόσα χρόνια; Δε Νομίζω Τάκη. Τέτοια εμμονή στη μοναδικότητα, τέτοια ιδεολογική καθαρότητα στην αποκήρυξη της οικονομίας της αγοράς και του δυτικού συστήματος αξιών δεν είχαν ονειρευτεί ούτε οι πάλαι ποτέ ηγέτες και φιλόσοφοι του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.
Καυχόμαστε ότι Έλληνας δε γίνεσαι, γεννιέσαι. Και αυτή είναι η τραγωδία μας. Απόγονοι του Περικλή και του Σωκράτη, καληνύχτα και καλή τύχη.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Απεργίες και οικονομικές "εξωτερικότητες"

Όταν ο Adam Smith το 1776 μίλησε για πρώτη φορά για την ελεύθερη αγορά και για το «αόρατο χέρι» που θα έφερνε αυτόματα την ισορροπία στην οικονομία, επικαλέστηκε μια  θλιβερή αλλά και πολύ απλή διαπίστωση. Δεν μπορείς να ζητήσεις από κανένα ανθρώπινο ον να δράσει για το συμφέρον του πλησίον του ή για το κοινωνικό συμφέρον. Κάθε άνθρωπος από τη φύση του θα επιδιώκει πάντα την ικανοποίηση του δικού του συμφέροντος και αυτό θα επιδιώκει σε όλες τις δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών του συναλλαγών. Η αγορά θα φέρνει σε επαφή τα αντικρουόμενα συμφέροντα και μέσω του μηχανισμού των τιμών θα τα οδηγεί σε μια ισορροπία, όπου η κάθε πλευρά θα έχει αποκομίσει το μέγιστο που μπορεί. Δεδομένου ότι σε αυτή την αγορά καμιά συναλλαγή δεν είναι το αποτέλεσμα εξαναγκασμού, το μέγιστο που αποκομίζει κάθε συναλλασσόμενος απέχει ασφαλώς από τις αρχικές του επιδιώξεις, διότι περιορίζεται από την ανάγκη συμφωνίας με τον αντισυμβαλλόμενο, είναι όμως ό,τι καλύτερο μπορούσε να πετύχει. Αφήνοντας λοιπόν τα μέλη μιας κοινωνίας να αναζητούν τα ατομικά τους οφέλη και επιτρέποντας στο μηχανισμό των τιμών να λειτουργεί ανεμπόδιστα, κάθε συνάντηση συμφερόντων θα οδηγεί σε μια συμφωνία που θα είναι η καλύτερη δυνατή για όλους (βέβαια αυτό σημαίνει ότι θα είναι η πλέον αποτελεσματική, όχι απαραίτητα ότι θα είναι η πλέον δίκαιη, δεδομένου ότι η τελική κατανομή εξαρτάται από το πόσο δίκαιη ήταν η αρχική κατανομή ισχύος των μετεχόντων στις συναλλαγές). Με τον παραπάνω αφοπλιστικά απλό συλλογισμό ο Smith σήμανε επανάσταση στην οικονομική σκέψη και εγκαινίασε την κλασική σχολή των οικονομολόγων.
Στην πορεία όμως ο παραπάνω συλλογισμός συνάντησε δυσκολίες. Η εμπειρία έδειξε ότι υπάρχουν αγαθά και δραστηριότητες, των οποίων το όφελος και το κόστος δεν μπορούν εύκολα να εξατομικευτούν και να χρησιμεύσουν ως κριτήριο για την επίτευξη του κοινωνικά καλύτερου αποτελέσματος. Από τη στιγμή που κατασκευάζεται ένα πάρκο ή ένας δρόμος, είναι δύσκολο στη συνέχεια να αποκλειστεί κάποιος από τη χρησιμοποίησή του και την αποκόμιση του αντίστοιχου οφέλους, ανεξάρτητα από το αν επωμίστηκε το κόστος κατασκευής ή όχι. Έτσι όλοι έχουν κίνητρο να απέχουν από τη χρηματοδότηση και κανείς δεν αναλαμβάνει τα έξοδα κατασκευής. Παρεμβαίνει τότε το κράτος και αναλαμβάνει την κατασκευή του πάρκου ως δημοσίου αγαθού, επιμερίζοντας το κόστος στην κοινωνία μέσω της φορολογίας. Όταν μια βιομηχανία ρίχνει τα απόβλητά της στο διπλανό ποτάμι, οι κάτοικοι των περιοχών που έχουν τα σπίτια τους στις όχθες επωμίζονται το κόστος της ρύπανσης (σε όρους υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής τους), όμως η βιομηχανία δεν έχει κανένα λόγο να λάβει υπόψη το κόστος αυτό, όταν αποφασίζει το ύψος της παραγωγής της. Έτσι η βιομηχανία αποκομίζει ως όφελος τα έσοδα από τις πωλήσεις των προϊόντων της και αντιλαμβάνεται ως κόστος τα έξοδα για τις πρώτες ύλες και τις αμοιβές των εργαζομένων της, όχι όμως και την επιβάρυνση που προκαλεί στο περιβάλλον. Παρεμβαίνει λοιπόν πάλι το κράτος και αναγκάζει τη βιομηχανία να αποζημιώσει τους κατοίκους που πλήττονται ή να πληρώσει ένα πρόστιμο, προσπαθώντας έτσι να μετατρέψει το εξωτερικό κόστος της ρύπανσης σε εσωτερικό κόστος που η βιομηχανία θα υποχρεούται πια να λαμβάνει υπόψη όταν θα σχεδιάζει το ύψος της παραγωγής (αυτή η προσπάθεια εσωτερίκευσης κόστους και οφέλους είναι και η βάση στο σύστημα ανταλλαγής ρύπων που καθιέρωσε το Πρωτόκολλο του Κιότο).
Από τα παραπάνω είναι προφανές, ότι για να παίρνει ο κάθε συμμετέχων στην αγορά τις σωστές αποφάσεις, πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται το σύνολο του οφέλους και του κόστους που συνεπάγεται η κάθε του απόφαση. Αυτό όμως το συμπέρασμα δεν αφορά μόνο στην οικονομία, αφορά σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Και η Ελλάδα είναι κατεξοχήν μια χώρα όπου η συμπεριφορά των ανθρώπων αποκλίνει πολλές φορές από το κοινωνικά άριστο, ακριβώς επειδή υπάρχουν στρεβλώσεις στον τρόπο με τον οποίο το όφελος και το κόστος επιμερίζονται μεταξύ των μελών της κοινωνίας.
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Σχεδόν κάθε Φλεβάρη οι αγρότες κατεβάζουν τα τρακτέρ τους και μπλοκάρουν τους δρόμους, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών, την παρεμπόδιση της ομαλής κυκλοφορίας ανθρώπων και αγαθών, την καταστροφή ευπαθών προϊόντων που δε φτάνουν έγκαιρα στις αγορές κτλ. Το κοινωνικό σύνολο υφίσταται λοιπόν ένα τεράστιο κόστος εξαιτίας της συμπεριφοράς μιας ομάδας πολιτών, που από την πλευρά της έχει εξασφαλίσει τα νώτα της, δεδομένου ότι η περίοδος των κινητοποιήσεων είναι πάντα «νεκρή» όσον αφορά στις υπαίθριες αγροτικές εργασίες. Τι θα γινόταν άραγε αν οι αγρότες υποχρεώνονταν από το νόμο να αποζημιώσουν όσους υφίστανται ζημία εξαιτίας των κινητοποιήσεών τους; (Ας παραβλέψουμε το γεγονός ότι η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας σε δημόσιους δρόμους θα έπρεπε να προκαλεί την άμεση επέμβαση της δικαιοσύνης και ας μείνουμε στο θέμα που εξετάζουμε: τον επιμερισμό οφέλους και κόστους).
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Κάθε τόσο απεργίες και διαδηλώσεις μπλοκάρουν για ώρες ολόκληρες περιοχές της πρωτεύουσας. Μεγάλες οδικές αρτηρίες κλείνουν, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ταλαιπωρούνται στους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Και σχεδόν κάθε φορά ομάδες κουκουλοφόρων κάνουν την εμφάνισή τους (για τους οποίους οι διοργανωτές των διαδηλώσεων πάντα νίπτουν τας χείρας των) και προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές και επεισόδια. Κτίρια υφίστανται ζημιές, αυτοκίνητα καταστρέφονται, ακόμα και ανθρώπινες ζωές κινδυνεύουν. Ο εμπορικός κόσμος πλήττεται όχι μόνο σε όρους άμεσων υλικών καταστροφών αλλά και σε όρους μελλοντικής καταναλωτικής κίνησης, καθώς οι πολίτες είναι λογικό να επιλέγουν με μεγάλη επιφύλαξη και φόβο το κέντρο της πόλης για τις αγορές τους. Δεκάδες επαγγέλματα του τουριστικού κλάδου διαπιστώνουν ξανά και ξανά ότι η Αθήνα προβάλλεται διεθνώς ως ένας επικίνδυνος και ανασφαλής προορισμός, όπου οι πορείες και τα επεισόδια είναι σχεδόν στοιχείο της καθημερινότητας. Τι θα γινόταν άραγε αν όλοι αυτοί οι αυτό-αποκαλούμενοι ειρηνικοί διαδηλωτές καλούνταν να πληρώσουν για την ταλαιπωρία και την αναστάτωση που προκαλούν;  Και ποιος από αυτούς τους επίσης αυτο-αποκαλούμενους αντιεξουσιαστές θα άφηνε τα κτηνώδη του ένστικτα ελεύθερα, αν μετά καλούνταν να πληρώσει για τις καταστροφές που προκάλεσε;
Είδαμε δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου η αδυναμία σωστού επιμερισμού του οφέλους και του κόστους οδηγεί σε αποτελέσματα που ασφαλώς απέχουν από το κοινωνικά άριστο. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ομάδες ανθρώπων, που απολαμβάνουν το όφελος από τις πράξεις τους χωρίς όμως να επωμίζονται ούτε κατ’ ελάχιστο το κόστος που προκαλούν. Αν μπορούσαν οι δραστηριότητες αυτές να υπαχθούν σε μια ελεύθερη αγορά, τότε θα υπήρχε μια μορφή απευθείας διαπραγμάτευσης μεταξύ των ομάδων αυτών από τη μια και των υπόλοιπων πολιτών από την άλλη (κάθε συναλλαγή στην οικονομία εμπεριέχει στοιχεία διαπραγμάτευσης, που καταλήγουν σε συμφωνία μέσω του μηχανισμού των τιμών, όπως είδαμε στην πρώτη παράγραφο). Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να φανταστεί τους αγρότες να διαπραγματεύονται με τους μπλοκαρισμένους οδηγούς ή τους αναρχικούς να διαπραγματεύονται με τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων που πυρπόλησαν. Στην υποθετική αυτή κατάσταση οι διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν σε μια αποζημίωση που θα έπρεπε να πληρώσουν οι μεν στους δε, προκειμένου να υπάρξει ισορροπία συμφερόντων. Και το πιθανότερο είναι ότι η αποζημίωση θα ήταν τέτοια που θα έκανε τους αγρότες να αναζητήσουν άλλους τρόπους να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους, τους απεργούς να προβληματιστούν για το αν τους συμφέρει να διαδηλώνουν μέρα παρά μέρα και τους αναρχικούς να υιοθετήσουν άλλες, λιγότερο δαπανηρές, ιδεολογίες. Επειδή όμως τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις απαιτούν μεγάλη δόση φαντασίας και σουρεαλισμού, είναι το κράτος αυτό που θα έπρεπε να παρεμβαίνει και να επιβάλλει την καταβολή της αποζημίωσης.
 Να λοιπόν που μια πολύ απλή – και μάλλον παρεξηγημένη – αρχή των οικονομικών, η σύγκριση κόστους-οφέλους ως μηχανισμού λήψης των καλύτερων δυνατών αποφάσεων, έχει σαφή εφαρμογή σε κοινωνικές παθογένειες που πλήττουν την Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια. Αν υπήρχε η δυνατότητα – είτε εκ των πραγμάτων είτε εκ του νόμου – για πλήρη εξατομίκευση κόστους και οφέλους και αν ο καθένας καλούνταν να πληρώσει (με την ευρεία έννοια της λέξης) το κόστος που προκαλούν οι αποφάσεις του, τότε η κοινωνική μας συμπεριφορά θα ήταν σε πολλούς τομείς πλησιέστερη στο συλλογικά επιθυμητό αποτέλεσμα. Και αυτό χωρίς να γίνει καμία επίκληση στην κοινωνική μας συνείδηση και στην καλή μας την καρδιά, αλλά μόνο με ψυχρό υπολογισμό του ατομικού συμφέροντος. Μάλιστα όσο πιο μακριά είναι οι πολίτες μιας κοινωνίας από τη συνειδητοποίηση του συλλογικού τους καθήκοντος, τόσο πιο ισχυροί πρέπει να είναι οι μηχανισμοί που θα μετατρέπουν τα κοινωνικά αποτελέσματα των πράξεων (αυτό που στην οικονομία ονομάζουμε «εξωτερικότητες») σε ατομικές επιβραβεύσεις ή επιβαρύνσεις. Και δυστυχώς η Ελλάδα, μια χώρα από 11 εκατομμύρια μικρούς δικτάτορες που ο καθένας τους νομίζει ότι έχει μόνο δικαιώματα και ποτέ υποχρεώσεις, αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα κοινωνίας όπου η συλλογική συνείδηση παραμένει πολύ μακρινό ζητούμενο.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Ο φασισμός της αριστεράς

Η κατάντια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας αναδείχτηκε ξανά την προπερασμένη εβδομάδα, αυτή τη φορά με αφορμή τον τραγικό θάνατο των δύο νεαρών αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ. Οδύνη και συγκίνηση από φίλους, συγγενείς και απλούς πολίτες στις κηδείες των δύο παλικαριών στα Τρίκαλα και το Περιστέρι, χλιαρές δηλώσεις καταδίκης και συμπαράστασης από κόμματα και δημοσιογράφους, και το θέμα έληξε. Αβίαστα ανατρέχει κανείς στο Δεκέμβρη του 2008, όταν μετά το θάνατο του 16χρονου μαθητή στα Εξάρχεια κάηκε η Αθήνα. Επί εβδομάδες, αν όχι μήνες, η είδηση ήταν πρώτο, αν όχι αποκλειστικό, θέμα στα μέσα ενημέρωσης, διαδηλώσεις επί διαδηλώσεων σάρωναν όλη τη χώρα, κόμματα και λοιποί φορείς δήλωναν επί μέρες συντετριμμένοι, δημοσιογράφοι ξεχείλιζαν από οργή για τη βαρβαρότητα των κρατικών μηχανισμών καταστολής, ακαδημαϊκοί και πλήθος ιδεολόγοι ανέλυαν με περισσό ζήλο τα βαθύτερα αίτια της αγανάκτησης μιας κοινωνίας που ένιωθε πλέον ανυπεράσπιστη απέναντι στην αστυνομική βία.
Τα δύο περιστατικά ασφαλώς δεν είναι συγκρίσιμα, ούτε ως προς τα πρόσωπα ούτε ως προς τις συνθήκες. Η αντίδραση όμως της κοινωνίας σε αυτά επιτρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα. Η δολοφονία των δύο αστυνομικών σε μερικά κανάλια δεν ήταν καν πρώτη είδηση και σε μια εβδομάδα θα έχει σχεδόν ξεχαστεί. Κανένα κόμμα και κανείς δημοσιογράφος δεν ξεσήκωσε το λαό να κατεβεί στους δρόμους, όπως έγινε τον προπερασμένο Δεκέμβρη. Κανένας Τσίπρας και καμία Παπαρρήγα δεν θεώρησαν το θάνατο των δύο παιδιών αρκετό για να προκαλέσει τη λαϊκή οργή. Κανείς δεν οργάνωσε πορείες διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, κανείς δεν κάλεσε τους μαθητές και τους φοιτητές σε διαδηλώσεις, κανένας από τους περίλαμπρους ακαδημαϊκούς της χώρας – αυτούς που σπεύδουν οργισμένοι έξω από τα δικαστήρια κάθε φορά που συλλαμβάνεται ένας βάνδαλος αναρχικός -  δεν βρήκε να πει δυο κουβέντες για τα δύο παλικάρια που μόλις ξεκινούσαν τη ζωή τους. Γιατί;
Από το 1981 και μετά η κυρίαρχη ιδεολογία στην Ελλάδα είναι ένα θολό και ασαφές κακέκτυπο σοσιαλιστικού αναρχισμού. Μπορεί η κυβερνητική αλλαγή του 1981 να σκόρπισε στην κοινωνία την ελπίδα της δημοκρατικής αναγέννησης, όμως η «προοδευτική» επανάσταση που υποτίθεται ότι ευαγγελιζόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου οδήγησε τη χώρα στο άλλο άκρο. Από τη δικτατορία περάσαμε στην οχλοκρατία, χωρίς να βιώσουμε τη δημοκρατία ποτέ. Η ζυγαριά, που επί δεκαετίες έγερνε προς το φασισμό της δεξιάς, έγειρε πλέον στο φασισμό της αριστεράς, χωρίς να καταφέρει να ισορροπήσει ούτε μια στιγμή.  Η Ελλάδα του 2011 είναι μια χώρα που, 62 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου και 37 χρόνια από τη λήξη της δικτατορίας, εξακολουθεί να επικαλείται τα ιδεολογικά της τραύματα και τις πολιτειακές της μνήμες για να δικαιολογήσει στον ίδιο της τον εαυτό την αδυναμία της να καταστεί αληθινή αστική δημοκρατία. Εδώ και τρεις δεκαετίες παραπαίει σε έναν ατέρμονο λαϊκιστικό κατήφορο, με μια κοινωνία δέσμια μιας ψευδοαντιδραστικής νοοτροπίας και μια ηγεσία που χαϊδεύει τις μάζες με πολιτικά συνθήματα στα όρια του κομμουνιστικού παραληρήματος.
Τα δύο παλικάρια που χάθηκαν την περασμένη εβδομάδα ήταν δυστυχώς κομμάτι του κατεστημένου. Τμήμα του μηχανισμού καταστολής. Το προφίλ τους δεν ταίριαζε με την εκφυλιστική αριστερή υποκουλτούρα που έχει διεισδύσει σε όλα τα μήκη και πλάτη της ελληνικής κοινωνίας. Φορούσαν στολή και στην Ελλάδα η στολή είναι μισητή. Στην εκπομπή του Λαζόπουλου μπορεί να έχουν θέση οι προκηρύξεις των τρομοκρατικών οργανώσεων και τα συνθήματα των αναρχικών, όμως δεν έχουν θέση τα δάκρυα και ο πόνος των χιλιάδων νέων που κατατάχτηκαν στο στρατό ή τα σώματα ασφαλείας για να βγάλουν το ψωμί τους και βλέπουν τώρα δύο συναδέλφους τους σε φέρετρα. Τον αδικοχαμένο Αλέξη τον έκλαψαν όλοι και φρόντισαν να βροντοφωνάξουν την οδύνη τους. Τους δύο εξίσου αδικοχαμένους αστυνομικούς τους έκλαψαν λίγοι και οι πιο πολλοί από αυτούς κράτησαν τον πόνο τους βουβό, γιατί ο πόνος αυτός στη σημερινή Ελλάδα είναι ιδεολογικά σχεδόν ύποπτος.
Μια κοινωνία αναίσθητη προκαλεί θλίψη. Μια κοινωνία όμως επιλεκτικά ευαίσθητη προκαλεί φόβο και οργή. Μια κοινωνία που βάζει το θάνατο νέων ανθρώπων σε ζυγαριά και αποφασίζει ποιους θα θρηνήσει και ποιους όχι είναι σάπια μέχρι το κόκκαλο. Μια κοινωνία που βλέπει ατάραχη έναν αστυνομικό να καίγεται στην πλατεία Συντάγματος από βόμβες μολότοφ διαδηλωτών και την ίδια ώρα διαρρηγνύει τα ιμάτιά της από οργή όταν οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν τους αναρχικούς που έχουν προηγουμένως κάψει όλη τη Σταδίου είναι άθλια, υποκριτική και βρώμικη. Είναι ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ, την ίδια στιγμή που θεωρεί ότι αγωνίζεται κατά του φασισμού και της κρατικής βίας. Είναι η ίδια κοινωνία που φοροδιαφεύγει, που λαδώνει και λαδώνεται, που εκβιάζει με απεργίες και διαδηλώσεις τους πάντες και τα πάντα για να σώσει τα κεκτημένα της, που αναζητά διεθνείς συνωμότες για να δικαιολογήσει τη χρεοκοπία της. Είναι η κοινωνία του «δεν πληρώνω», η κοινωνία του «δε βαριέσαι», η κοινωνία που έμαθε μόνο να ζητάει και ποτέ να δουλεύει, η κοινωνία που θεωρεί δικαίωμα το κλείσιμο του Προμαχώνα με τρακτέρ, το μπλοκάρισμα των εθνικών οδών με φορτηγά, το κατέβασμα του διακόπτη από τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ, την ακινητοποίηση των τρένων από τους συνδικαλιστές του ΟΣΕ. Μια κοινωνία που για να ξορκίσει το όποιο δεξιό παρελθόν της αποφάσισε να ζει πλέον σε αναρχία και να καίει στην πυρά ως φασίστα όποιον τολμά να μιλήσει για νόμο και τάξη. Μια κοινωνία, εν τέλει, που βάλλει συνεχώς κατά πάντων χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αποδομεί αργά και σταθερά τον ίδιο τον εαυτό της.
Σε αυτή την αρρωστημένη και παρασιτική κοινωνία ήρωες γίνονται αναρχικοί τρομοκράτες τύπου Κουφοντίνα ή κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές τύπου Φωτόπουλου. 22χρονα παιδιά σαν τον συντοπίτη Γιώργο Σκυλογιάννη, που κάνουν όνειρα, αγωνίζονται και τελικά φεύγουν τόσο άδικα και τόσο νωρίς, δεν έχουν θέση εδώ. Θα τους κλάψουν σιωπηλά όσοι λίγοι πιστεύουν ακόμα στους αληθινούς ήρωες…